Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΟΛΥ ΩΦΕΛΙΜΟΣ

ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ


ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ:

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]

Αγαπητοί, ποια ωφέλεια βρήκαμε σ' αυτή τη μάταια ζωή; Αλίμονο! Είναι μακάριος αυτός που βρήκε παρρησία κατά την ώρα του χωρισμού, όταν χωρίζεται η ψυχή από το σώμα της˙ διότι έρ­χονται οι Άγγελοι να πάρουν την ψυχή και να την χωρίσουν από το σώμα, για να την παρουσιάσουν στο φοβερό βήμα και στο φρικτό δι­καστήριο.

Μεγάλος φόβος, αδελφοί, θα μας κυριεύσει την ώρα του θανά­του, όταν η ψυχή χωρίζεται από το σώμα με φόβο και οδύνες. Διότι την ώρα του χωρισμού στέκονται μπροστά στην ψυχή τα έργα της, όσα έκανε τη νύχτα και τη μέρα, καλά και κακά, και οι Άγγελοι σπεύδουν βιαστικά να την βγάλουν έξω από το σώμα˙ αλλά η ψυχή παρατηρώντας τα έργα της δειλιάζει να βγει. Η ψυχή μάλιστα του αμαρτωλού με φόβο χωρίζεται από το σώμα και με τρόμο αναχωρεί για να παρουσιασθεί στον αθάνατο Βασιλιά˙ και καθώς αναγκάζεται να βγει από το σώμα, βλέποντας τα έργα της, λέει σ' αυτά με φόβο˙ «Δώστε μου προθεσμία μια ώρα, να βγω». Απαντούν σ' αυτή τα έργα της· «Εσύ μας έκανες· γι’ αυτό ας πάμε εμείς στον Θεό μαζί μ' εσένα».

Ας μισήσουμε, αδελφοί, αυτή τη μάταια ζωή, και ας ποθήσου­με μόνο τον Χριστό, τον άγιο. Δεν ξέρουμε, αδελφοί, σε ποια ώρα θα συμβεί ο θάνατός μας. Κανείς από μας δε γνωρίζει την ώρα η τη μέρα του χωρισμού. Ξαφνικά μάλιστα, καθώς εμείς βαδίζουμε και χαιρόμαστε αμέριμνα τις απολαύσεις στη γη, έρχεται το πρόσταγμα να πάρουν την ψυχή από το σώμα˙ και αναχωρεί ο αμαρτωλός άπ’ αυτό τον κόσμο τη μέρα που δεν το περιμένει, ενώ η ψυχή του είναι γεμάτη αμαρτίες και δεν έχει παρρησία. Γι’αυτό παρακαλώ, αδελ­φοί, ας γίνουμε ελεύθεροι και ας μη διατηρούμε τη δουλεία αυτής της ματαίας ζωής. Ας δώσουμε φτερά στην ψυχή μας, για να πετά­ει καθημερινά προς τον Θεό, μακριά από τις παγίδες και τα σκάνδα­λα. Ο Πονηρός κρύβει συνεχώς τις παγίδες του μπροστά στην ψυχή μας, ώστε, αφού πρώτα την σκανδαλίσει, να την παρασύρει με τις παγίδες του στην αιώνια κόλαση.

Βαδίζουμε ανάμεσα στα σκάνδαλα και στις παγίδες, αγαπητοί˙ ας προσευχόμαστε να μην πέσουμε σ' αυτές. Είναι γεμάτες γλυκύτη­τα οι παγίδες του θανάτου. Ας μη δεθεί η ψυχή μας στη γλυκύτητά τους. Η γλυκύτητα των παγίδων τού θανάτου είναι η μέριμνα για τα γήινα πράγματα και για τα χρήματα και τους λογισμούς και τις πονηρές πράξεις. Μη γλυκαθείς εσύ, αδελφέ, με τη γλυκύτητα της παγίδας του θανάτου. Μη χαλαρώσεις τον εαυτό σου, ούτε να παρα­δοθείς στη μελέτη των πονηρών λογισμών. Αν ο ρυπαρός λογισμός βρει είσοδο να μπει μέσα στην ψυχή σου, την κάνει να νιώσει γλυκύ­τητα με την πονηρή μελέτη, για να την θανατώσει, και γίνεται ο πονηρός λογισμός σαν μια παγίδα μέσα στην ψυχή, αν συμβεί να μη διωχθεί με την προσευχή και τα δάκρυα, με την εγκράτεια και την αγρυπνία. Γίνε συνεχώς ελεύθερος από όλα τα γήινα πράγματα, για να γλυτώσεις από τις παγίδες και τους λογισμούς και τις πονηρές πράξεις. Μη χαλαρώσεις τον εαυτό σου ούτε στιγμή στη μελέτη τού πονηρού λογισμού. Ας μην παρατείνει ο πονηρός λογισμός την πα­ραμονή του στην ψυχή σου, αδελφέ. Να καταφεύγεις πάντοτε στον Θεό με προσευχή και νηστεία και δάκρυα, για να γλυτώσεις από όλες τις παγίδες και τα σκάνδαλα και τα πάθη.

Μη νομίσεις, αδελφέ, ότι πρόκειται να ζήσεις πολύ χρόνο επά­νω στη γη, και χαλαρώσεις τον εαυτό σου στη μελέτη των πονηρών λογισμών και πράξεων, και έρθει ξαφνικά η προσταγή του Κυρίου και σε βρει να αμαρτάνεις χωρίς να έχεις πια καιρό μετάνοιας, ούτε επίσης συγχώρηση. Και τι θα πεις κατά την ώρα του χωρισμού, αδελφέ; Διότι συμβαίνει να μη σου επιτρέπει η προσταγή τού Κυρίου να παραμείνεις ούτε στιγμή επάνω στη γη. Πολλοί είναι που νομί­ζουν ότι πρόκειται να ζήσουν πολύ χρόνο στη γη, αλλά ήρθε ξαφνι­κά ο θάνατος, έθαψε τη μάταια προσδοκία. Ήρθε ξαφνικά ο θάνατος και βρήκε τον άνθρωπο, τον αμαρτωλό και πλούσιο, που λογάριαζε να ζήσει πολλά χρόνια με άνεση στη γη, να μετρά με τα δάχτυλα τα κεφάλαια και τους τόκους, και να διαιρεί με τη σκέψη τα άφθονα πλούτη του και να τα αναλογεί σε πολλά χρόνια. Ήρθε ξαφνικά ο θάνατος και σε μια στιγμή εξαφάνισε συγχρόνως όλο τον υπολογι­σμό και τον πλούτο και τη μέριμνα τού μάταιου λογισμού. Ήρθε επίσης ο θάνατος και βρήκε τον δίκαιο και όσιο άνθρωπο να μαζεύει τον πλούτο των ουρανών με την προσευχή και τη νηστεία.

Να έχεις πάντοτε μπροστά στα μάτια σου το θάνατο, αδελφέ μου, και να μη φοβάσαι το χωρισμό από το σώμα σου. Έτσι να προσμένεις και συ πάντοτε, σαν συνετός και πνευματικός άνθρωπος, καθημερινά το θάνατο και την παρουσία σου στο βήμα τού Κυρίου.

Ετοίμασε κάθε μέρα το λυχνάρι σου, σαν φρόνιμος και πρόθυμος άνθρωπος˙ πρόσεξέ το κάθε ώρα, με δάκρυα και προσευχές. Όσο χρονικό διάστημα, αδελφέ, είσαι ελεύθερος, βιάσου. Διότι έρχεται ο καιρός, γεμάτος δειλία και φόβο και θόρυβο, ο οποίος εξαιτίας της σύγχυσής του δεν επιτρέπει να συλλογίζεσαι αυτά που είναι ανώτερα.

Προσέχετε, αγαπητοί μου, πως αναπτύσσονται όλα τα πονηρά και πως προοδεύουν κάθε μέρα τα κακά και πως προχωρεί η πονη­ρία. Αυτά περιμένουν τη σύγχυση που έρχεται, και τη μεγάλη θλί­ψη που πρόκειται να έρθει σε όλα τα πέρατα της γης. Από τις αμαρτίες μας και από τη χαυνότητά μας προχωρούν τα πονηρά. Ας γίνουμε άγρυπνοι κάθε μέρα, φιλόθεοι πολεμιστές˙ ας νικήσουμε στον πόλεμο τού Εχθρού, φιλόχριστοι˙ ας διδαχθούμε τις συνήθειες τού πολέμου˙ διότι είναι αόρατος. Συνήθειες αυτού τού πολέμου είναι πάντοτε η απαλλαγή από τα γήινα πράγματα. Αν έχεις μπρο­στά στα μάτια σου κάθε μέρα το θάνατο, δε θα αμαρτάνεις. Αν απαλλαγείς από τα γήινα πράγματα, δε θα νικηθείς στον πόλεμο. Αν μισήσεις τα γήινα, καταφρονώντας τα προσωρινά, θα μπορέσεις να πάρεις, σαν γενναίος πολεμιστής, το βραβείο της νίκης. Επειδή δηλαδή τα γήινα έλκουν τον άνθρωπο κάτω, προς τον εαυτό τους, γι' αυτό και τα πάθη σκοτίζουν στον πόλεμο τα μάτια της καρδίας.

Γι’ αυτό το λόγο μας πολεμά και μας νικά ο Πονηρός, επειδή είμα­στε γεμάτοι από γήινα και υπηρετούμε σαν δούλοι τα πάθη των γήι­νων μερίμνων διότι όλοι μας, χωρίς εξαίρεση, αγαπούμε τα γήινα, αδελφοί, και ο νους μας είναι καρφωμένος στη γη εξαιτίας της χα­λαρότητάς μας. Η μέρα τελειώνει πια και ο χρόνος μας πλησίασε προς το βράδυ, αλλά εμείς, αγαπητοί, εξαιτίας της απιστίας μας νο­μίζουμε ότι είναι πρωί.

Ας φοβηθούμε, αγαπητοί. Είναι ενδέκατη ώρα της μέρας, και το μάκρος του δρόμου είναι μεγάλο. Ας φροντίσουμε να βρεθούμε στο σταθμό μας. Ας γίνουμε άγρυπνοι και ας φυλάξουμε τους εαυ­τούς μας από τον ύπνο, όπως οι άυπνοι. Δε γνωρίζουμε ποια ώρα θα έρθει ο Δεσπότης. Ας ελαφρύνουμε τους εαυτούς μας από το βά­ρος των γήινων πραγμάτων. «Μη μεριμνάτε εντελώς», είπε ο Κύ­ριος. Το να αγαπάμε όλους παραγγέλλει σ' εμάς ο Θεός, εμείς όμως μάλλον διώξαμε την αγάπη, και αυτή έφυγε από τη γη. Δε βρίσκεις επάνω στη γη την αγάπη τέλεια, σύμφωνα με το θέλημα τού Θεού. Από όλους διώχθηκε˙ από όλους μισήθηκε η αγάπη˙ πε­ρισσότερο βασιλεύει ο φθόνος˙ οι φιλονεικίες και οι συγχύσεις επάνω στη γη πληθύνουν οι αδικίες κάλυψαν όλους, χωρίς εξαίρεση˙ ο κα­θένας ζητά με πόθο τα γήινα και καταφρονεί τα ουράνια˙ ποθεί τα προσωρινά, και κανείς δεν αγαπά τα μέλλοντα.

Ποθείς να είσαι ουράνιος; Μη ζητάς αυτά που είναι επάνω στη γη, αλλά μίσησέ τα και δείξε αποστροφή και αγωνίσου, ως τέλειος, και πόθησε, ως τέλειος, τη βασιλεία των ουρανών. Μη συλλογίζεσαι λέγοντας˙ «Είναι πολύς ο χρόνος της ασκήσεως και βαρύς, και εγώ, είμαι αμελής και αδύνατος και δεν μπορώ να αγωνισθώ». Άκουσε με προσοχή τα λόγια της ωραίας και καλής συμβουλής˙ μάθε καλά τι σου λέω, φιλόχριστε αδελφέ. Αν θελήσεις να αναχωρήσεις σε άλλη μακρινή χώρα, δεν μπορείς να διανύσεις την απόσταση όλου του δρόμου σε μια ώρα, αλλά υπολογίζοντας το περπάτημα σου καθη­μερινά κάνεις στάση και αναχωρείς, και μετά από καιρό και κόπο φθάνεις στη χώρα που ζητάς.

Έτσι είναι η ουράνια βασιλεία και η τρυφή του παραδείσου. Ο καθένας φθάνει εκεί με νηστείες και εγ­κράτεια και αγρυπνίες και αγάπη. Αυτοί είναι οι δρόμοι που οδη­γούν στον ουρανό, προς τον Θεό. Μη φοβηθείς να βάλεις αρχή του κάλου δρόμου, που φέρνει στη ζωή. Να θέλεις μόνο να βαδίσεις στο δρόμο, και αν βρεθείς ολοπρόθυμος, αμέσως ο δρόμος γίνεται ίσιος μπροστά σου. Και βαδίζοντας με χαρά κάνεις στάσεις, τερπόμενος σ' αυτές· διότι δυναμώνουν τα βήματα της ψυχής σου στην κάθε στάση. Και για να μη βρεις δυσκολία στο δρόμο που οδηγεί στη ζωή, ο Κύ­ριος ο ίδιος έγινε δια μέσου του εαυτού του δρόμος της ζωής, για όσους θέλουν να αναχωρήσουν και να έρθουν με χαρά στον Πατέρα των φώτων.


Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Κενά μνήμης έχουν περισσότερα οι άνδρες


Οι άνδρες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν προσωρινά κενά μνήμης, όπως δείχνει αμερικανική μελέτη από το Ερευνητικό Κέντρο Mayo για τη Νόσο Αλτσχάιμερ. Όπως διαπίστωσαν, το 19% των ανδρών ηλικίας 70 με 89 ετών έπασχαν από την αποκαλούμενη Ελαφρά Γνωστική Έκπτωση, σε σύγκριση με 14% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες.

Οι πάσχοντες από Ελαφρά Γνωστική Έκπτωση έχουν προβλήματα μνήμης, αλλά μπορούν να διεκπεραιώσουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες και γενικώς αντιλαμβάνονται ότι ξεχνούν.

Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας υποστηρίζει ότι η Ελαφρά Γνωστική Έκπτωση εμπίπτει σε μία ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ φυσιολογικής αφηρημάδας και άνοιας.

Ο ερευνητής δρ Ρόναλντ Πίτερσεν δήλωσε ότι τα ευρήματα είναι εντυπωσιακά γιατί η νόσος Αλτσχάιμερ, η οποία εμφανίζεται με τέτοια συμπτώματα, επηρεάζει περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες. «Η διαφορά στο φύλο ήταν κατά κάποιο τρόπο εντυπωσιακή για εμάς, γιατί οι περισσότεροι θεωρούν ότι οι γυναίκες κινδυνεύουν περισσότερο από τους άνδρες», είπε ο Πίτερσεν στο Reuters Health.

Ενώ δεν υπάρχουν φάρμακα διαθέσιμα για την αντιμετώπιση της Ελαφράς Γνωστικής Έκπτωσης, ο Πίτερσεν είπε ότι οι αλλαγές στις καθημερινές συνήθειες μπορεί να έχουν θετικό αποτέλεσμα. Πρότεινε το διάβασμα και τον κινηματογράφο καθώς και τις συναναστροφές με τους φίλους και την οικογένεια, την υγιεινή διατροφή και τη σωματική δραστηριότητα.

Επιμέλεια: Παύλος Διονυσόπουλος




www.zougla.gr

Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ ἡ σύγχρονη ἀθεΐα








Εὐθύμιος Στύλιος (Μητροπολίτης Ἀχελώου)


«Ἡττᾶται ἡ θρασύτης τῶν αἱρέσεων»

Προοίμιον:

Τὸ φαινόμενο τῆς ἀθεΐας ἐμφανίσθηκε στὴ Δύση καὶ ἔγινε μεγάλο καὶ ἐπικίνδυνο παγκόσμιο ρεῦμα, τὸ ὁποῖο ἐπλήρωσε ἀκριβὰ ὁ Δυτικὸς Πολιτισμὸς κατὰ τὸν 20όν αἰώνα. Τὸ φαινόμενο τῆς ἀθεΐας, ἐξάλλου, ἐμφανίσθηκε στοὺς κόλπους τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀντίδραση τῶν ἐπιστημόνων γιὰ τὶς αὐθαιρεσίες καὶ τὴν σκληρότητα τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς (Ἱερὰ Ἐξέταση κ.λ.π.). Στὸ χῶρο, ὅμως, τῆς Ἀνατολῆς, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ πρόβλημα στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἐπιστημόνων καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο τὸ ὀφείλουμε στοὺς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες ποὺ γιορτάζουμε σήμερα.


α. Ἦσαν ἐπιστήμονες: Ἦσαν λόγιοι ἱεράρχαι, μὲ μακρὲς σπουδὲς καὶ μεγάλη ἀκαδημαϊκὴ κατάρτιση. Ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος εἶχαν φοιτήσει καὶ στὸ Πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν τῆς ἐποχῆς τους. Ὁ Γρηγόριος λέγει γιὰ τὸν Βασίλειο, ὅτι γνώριζε ὅλες τὶς ἐπιστῆμες ὅπως ἄλλοι γνωρίζουν μία καὶ μόνη. Ἦσαν ἐπιστήμονες καὶ ἅγιοι μαζί. Μὲ τὸν προσωπικὸ αὐτὸ τρόπο, ἔλυσαν τὸ θέμα τῶν σχέσεων ἐπιστήμης καὶ πίστεως. Οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι διεκήρυτταν μὲ τὴ ζωή τους ὅτι πίστη καὶ ἐπιστήμη δὲν εἶναι δύο πράγματα ἀσυμβίβαστα...

β. Ὑπηρέτησαν τὴν ἀλήθεια: Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τὴν ἴδρυσεν ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἀπόστολοι, εἶναι χῶρος φωτός, ἀλήθειας καὶ ζωῆς. Ὁ ἐπιστήμων, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἀναζητεῖ τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ δικό του τρόπο. Οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι ὑπηρέτησαν τὴν ἀλήθεια τοῦ χριστιανισμοῦ, χωρὶς νὰ τὴν νοθεύσουν. Οἱ ἐπιστήμονες τῆς Δύσης διεφώνησαν καὶ εἶχαν σφοδρὲς ἀντιρρήσεις γιὰ τὴ σχολαστικὴ θεολογία τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Διαβάζοντας, ὅμως, κανεὶς τὴ διδαχὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν δὲν διαφωνεῖ, δὲν ἔχει ἀμφιβολίες καὶ ἀντιρρήσεις. Διότι οἱ Ἕλληνες Πατέρες ὑπηρέτησαν τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ μὲ τὴν ἀλήθεια δὲν διαφωνεῖ κανείς...

Ἐπίλογος: Ἡ ἀθεΐα δὲν εἶναι πνευματικὸ φαινόμενο τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ ἀθεΐα εἰσήχθη στὴν Ἑλλάδα ὡς πνευματικὸ ὑποπροϊὸν τῆς Δύσης, στὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα καί, δυστυχῶς, τὰ χρόνια ἐκεῖνα, οἱ Ἕλληνες τρέφονταν μὲ τροφὲς -ὑλικὲς καὶ πνευματικὲς- ποὺ εἰσάγονταν ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ...

Σήμερα ζοῦμε σὲ ἄλλη ἐποχή. Στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει μεγάλη στροφὴ πρὸς τὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ παράδοση, πρὸς τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀρκετὰ τραφήκαμε μὲ τὰ «ξυλοκέρατα» τῆς Δύσης. Ἦταν καιρὸς νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ σπίτι τῶν Πατέρων μας. Νὰ χαροῦμε τοὺς θησαυρούς τους. Γιὰ νὰ τραφοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ νὰ θρέψουμε τὸν πεινασμένο γιὰ λόγον Κυρίου λαό μας.

(Κήρυγμα σὲ ἐπιστήμονες, 1971)


www.agiazoni.gr

Οι Τρεις Ιεράρχαι

Την 30η Ιανουαρίου εορτάζει η Εκκλησία την μνήμη των τριών μεγάλων Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου.Δεν πρόκειται περί «μνήμης» με την κυρία έννοια της λέξεως, δηλαδή επετείου του θανάτου των Πατέρων αυτών, αλλά περί κοινής εορτής, «συνάξεως» κατά την λειτουργική ορολογία. Ο Μέγας Βασίλειος απέθανε την 1η Ιανουαρίου του έτους 379 και η μνήμη του εορτάζεται, ως γνωστόν , την 1η Ιανουαρίου. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος την 25η Ιανουαρίου του έτους 389, και την 25η Ιανουαρίου εωρτάσαμε την μνήμη του. Τέλος ο Χρυσόστομος απέθανε στην εξορία την 14η Σεπτεμβρίου του έτους 407, κατά την ημέρα της εορτής της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού, η μνήμη του όμως μετετέθη, λόγω του ύψους της δεσποτικής εορτής της ημέρας αυτής, και εορτάζεται την 13ην Νοεμβρίου.

Η εορτή της 30ης Ιανουαρίου είναι μεταγενεστέρα, γι’ αυτό και δεν την συναντούμε στα παλαιά εορτολόγια. Καθιερώθη κατά τον ΙΑ΄ αιώνα επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού (1081 -1118). Την αιτία της συστάσεως της κοινής και για τους τρεις εορτής μας αφηγείται εκτενώς το συναξάριο της ημέρας. «Στάσις», διένεξις, υπήρχε στην Κωνσταντινούπολι μεταξύ «των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών». Από τους τρεις Ιεράρχας άλλοι εθεωρούσαν σπουδαιότερο τον Χρυσόστομο, άλλοι τον Βασίλειο, και άλλοι τον Γρηγόριο, και υποτιμούσαν τους άλλους δύο. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις διαμαχόμενες παρατάξεις: των Ιωαννιτών, των Βασιλειτών και των Γρηγοριτών. Στην έριδα έθεσε τέλος ο μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης ο Μαυρόπους, λόγιος και ευλαβής κληρικός. Αυτός, κατά την διήγησι του συναξαριστού, είδε σε οπτασία τους τρεις αγίους, πρώτα τον καθένα χωριστά και ύστερα και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν με ένα στόμα: «Ημείς οι τρεις είμεθα ένα, καθώς βλέπεις, κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζη ή να μας κάνη να αντιδικούμε… Πρώτος δεν υπάρχει μεταξύ μας ούτε δεύτερος… Σήκω λοιπόν και ειπέ σ’ εκείνους που μαλώνουν, να μη χωρίζωνται σε παρατάξεις για ημάς. Γιατί ημείς και στην ζωή μας και μετά τον θάνατό μας δεν έχομε άλλη επιθυμία, παρά να ειρηνεύη και να ομονοή όλος ο κόσμος». Σαν σύμβολο και έκφρασι της ενότητός των του συνέστησαν να συστήση κοινή εορτή και των τριών. Έτσι ο Ευχαΐτων ανέλαβε την συμφιλίωσι των διαμαχομένων μερίδων και συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου. Έκρινε τον Ιανουάριο ως καταλληλότερο μήνα για τον εορτασμό των, αφού κατ’ αυτόν εώρταζαν και οι τρεις σε διάφορες ημέρες, την 1η ο Βασίλειος, την 25η ο Γρηγόριος και την 27η η ανακομιδή των λειψάνων του Χρυσοστόμου.

Η σύστασις της εορτής επέτυχε του σκοπού της. Απετέλεσε το ορατό σύμβολο της ισότητος και της ενότητος των μεγάλων διδασκάλων και της συμφιλιώσεως των διισταμένων πριν μερίδων. Κοινή ακολουθία και για τους τρεις συνέθεσε ο Ευχαΐτων, ανταξία των τριών μεγάλων Πατέρων. Από τότε σε κοινή εικονογραφική παράστασι περιλαμβάνονται και οι τρεις, ντυμένοι τα αρχιερατικά των άμφια, με το Ιερό Ευαγγέλιο στο ένα χέρι, ευλογούν με το άλλο, σαν να παρευρίσκωνται όχι μόνον εν πνεύματι, αλλά και εν σώματι μεταξύ μας. Και είναι πράγματι οι αιώνιοι και αθάνατοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας του Χριστού. Εδίδαξαν με τον άγιο βίο των, με την έξοχο δράσι των, με τα σοφά των συγγράμματα. Σ’ αυτούς ενεσαρκώθη το τέλειο χριστιανικό ιδεώδες του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» πλασμένου και εν Χριστώ αναγεννημένου ανθρώπου. Και προ πάντων στα πρόσωπα αυτών των τριών Ιεραρχών συνηντήθη η παιδεία, η μόρφωσις και η ελληνική φιλοσοφική κατάρτισις με την χριστιανική αλήθεια. Ήσαν οι σοφοί κατά κόσμον και σοφοί κατά Θεόν. Αρμονικωτέρα σύζευξις ελληνισμού και χριστιανισμού σ’ όλη των την τελειότητα δεν παρουσιάσθηκε ποτέ στον κόσμο. Γι’ αυτό και η εορτή των απέβη εορτή της ελληνοχριστιανικής παιδείας, της οποίας διδάσκαλοι και πρότυπα υπήρξαν οι τρεις Ιεράρχαι.

Και της χριστιανικής όμως λατρείας υπήρξαν δημιουργικά στοιχεία οι τρεις Ιεράρχαι. Όχι μόνο την ετέλεσαν, ως ιερείς και αρχιερείς, αλλά και συνέβαλαν στην διαμόρφωσι και εξέλιξί της. Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός, ότι με τα ονόματα και των τριών η εκκλησιαστική παράδοσις συνέδεσε την συγγραφή τριών λειτουργιών: των δύο γνωστών βυζαντινών λειτουργιών του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και μιας της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας που φέρεται υπό το όνομα του Γρηγορίου. Εξ άλλου και στους τρεις, και ιδιαιτέρως στον Μέγα Βασίλειο, αποδίδονται σειρές ολόκληρες ευχών, που κοσμούν τα λειτουργικά μας βιβλία. Είναι γνωστή και από τις ιστορικές πηγές η συμβολή του Μεγάλου Βασιλείου στην διαμόρφωσι των «ευκοσμιών του βήματος» και των διατάξεων των ευχών, καθώς και η προσπάθεια του Χρυσοστόμου για την αναζωογόνησι της λειτουργικής ζωής μεταξύ του ποιμνίου του στην Κωνσταντινούπολι. Ο Γρηγόριος ήταν και ποιητής και οι ύμνοι του, αν και δεν έχουν εισαχθή στην λατρεία μας, μπορούν να καταταγούν μεταξύ των καλλιτέρων και ωραιοτέρων προϊόντων της εκκλησιαστικής μας ποιήσεως.

Μπορείτε να ιδήτε στους βυζαντινούς μας ναούς να εικονίζωνται οι τρεις ιεράρχαι στην κόγχη του αγίου βήματος, με τα ειλητάρια της θείας λειτουργίας στα χέρια, να περιβάλλουν το θυσιαστήριο σαν να λειτουργούν αδιαλείπτως, όχι μόνο στο υπερουράνιο, αλλά και στο επίγειο θυσιαστήριο του Θεού, μαζί με τους ιερείς που τελούν τα μυστήρια σήμερα. Σαν να παρακάθηνται μαζί με ημάς στην ιδία κοινή ιερά τράπεζα και να μετέχουν της ιδίας πνευματικής τροφής.

Και σε μία άλλη εικονογραφική παράστασι θα συναντήσετε τους τρεις Ιεράρχας. Στην μεγάλη εξεικόνησι της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου, που ζωγραφείται από τους βυζαντινούς ζωγράφους στους νάρθηκας των ναών επάνω και γύρω από την κυρία πύλη του ναού. Στην ομάδα των σεσωσμένων, που εισέρχονται στον Παράδεισο του Θεού, θα διακρίνετε εύκολα τις τρεις σεβάσμιες μορφές των, όπως μας τις διέσωσε η εικονογραφική παράδοσις της Εκκλησίας μας και όπως περιγράφονται στο συναξάριο της εορτής των: «Ήσαν δε την θέσιν του σώματος και την μορφήν οι άγιοι ούτοι, έχοντες ούτως: Ο μεν θείος Χρυσόστομος, την ιδέαν του σώματος ην βραχύς πάνυ την ηλικίαν, μεγάλην κεφαλήν τοις ώμοις αιωρών, ισχνός εις το ακριβέστατον, επίρρινος, ευρύς τους μυκτήρας, ωχρότατος μετά του λευκού, κοίλους τους κόχλους των οφθαλμών έχων και βολβοίς τούτων κεχρημένος μεγάλοις, εφ’ οις και συνέβαινε, χαριέστερον, ταις όψεσιν αποστίλβειν, ει και τω λοιπώ χαρακτήρι τον αχθόμενον παρεδήλου∙ ψιλός και μέγας το μέτωπον και πολλαίς ταις βολίσι κεχαραγμένος∙ ώτα περικείμενος μεγάλα και το γένειον μικρόν και αραιότατον, υποπολιαίς ταις θριξίν εξανθών, τας σιαγόνας πεπιεσμένας είσω έχων τη νηστεία εις τον ακρότατον… Ο δε μέγας Βασίλειος ην την θέσιν του σώματος εις πολύ μήκος επί του ορθίου σχήματος αναδραμών∙ ξηρός και λιπόσαρκος, μέλας το χρώμα, ωχρότητι το πρόσωπον σύγκρατος∙ επίρρινος, εις κύκλον τας οφρύς περιηγμένος∙ το επισκύνιον συνεσπακώς, φροντιστικώ εοικώς, ολίγαις το πρόσωπον αμαρυγαίς ρυτιδούμενος∙ επιμήκης τας παρειάς∙ κοίλος τους κροτάφους, ηρέμα έχων εν χρω κουρίας∙ την υπήνην αρκούντως καθειμένος και μεσαιπόλιος… Ο δε γε ιερός Γρηγόριος ο Θεολόγος, κατά τον τύπον της ηλικίας του σώματος ετύγχανε μέτριος∙ ύπωχρος βραχύ μετά του χαρίεντος∙ σιμός, επ’ ευθείας τας οφρύς έχων∙ ήμερον βλέπων και προσηνές θάτερον, των οφθαλμών, ος ην δεξιός, στυγνότερον κεκτημένος, ον και ουλή κατά τον κανθόν συνήγε∙ τον πώγωνα ου βαθύς, δασύς δε επ’ ευθείας, ικανώς φαλακρός ταις θριξί, τα άκρα της γενειάδος ως περικεκαπνισμένα υποφαίνων».

Έτσι ακριβώς μας παρουσιάζει η Εκκλησία μας τα τρία μεγάλα αυτά τέκνα της. Σοφούς διδασκάλους και Πατέρας, που μας εδίδαξαν και μας διδάσκουν διαρκώς με την θεία σοφία των λόγων και των παραδειγμάτων των∙ ιερουργούς ενθέους των μυστηρίων της Εκκλησίας μας, συλλειτουργούντας μαζί μας και συνδοξολογούντας τον Θεό∙ πολίτας του ουρανού και οικήτορας του Παραδείσου της τρυφής. Και προς τον σκοπό αυτόν υπηρετούν όλα τα στοιχεία της λατρείας μας. Το εορτολόγιο, που φέρνει στην μνήμη μας τα ιερά αυτά πρόσωπα κατ’ έτος. Η υμνογραφία, που με τους ύμνους της εγκωμιάζει τους αγώνας και την δόξαν των. Τα συναξάρια, που μας περιγράφουν τον βίο και τας αρετάς των. Η εικονογραφία που ανιστορεί τις ιερές μορφές των και μας δίδει την δυνατότητα να βλέπωμε σαν ζωντανά τα πνευματικά αυτά αναστήματα.

Αυτό είναι το νόημα και ο σκοπός της τιμής των αγίων στην Εκκλησία μας. Να δείξη αυτή την αδιάλειπτο και αδιάσπαστο κοινωνία των μελών της Εκκλησίας. Κοινωνία ζώντων εν Χριστώ πιστών, είτε στη γη αυτή είτε στην μακαρία κατάστασι του ουρανού. Κοινωνία για την οποία δεν υπάρχουν νεκροί, αλλά μόνο ζώντες, εφ’ όσον όλοι όσοι αποτελούν μέλη της ηνώθησαν δια των μυστηρίων με τον αιώνιο και αθάνατο χορηγό της ζωής, τον Χριστό. Όλοι μαζί συνδοξολογούν και συνυμνούν τον Θεό και δέονται οι ζώντες για τους κεκοιμημένους και οι κεκοιμημένοι για τους ζώντας. Όλοι είναι πολίται της Βασιλείας, με την σφραγίδα της αθανασίας, με τα ονόματά των γραμμένα στο βιβλίο της ζωής.

Η ακολουθία των τριών Ιεραρχών αποδίδεται από τον συντάκτη του συναξαρίου της εορτής των στον Ιωάννη τον Μαυρόποδα, μητροπολίτη Ευχαΐτων, που «την εορτήν ταύτην παρέδωκε τη Εκκλησία εορτάζειν Θεώ» και συνέταξε γι’ αυτήν κανόνες, τροπάρια και εγκώμια. Εκτός όμως από τον Μαυρόποδα συνέβαλαν και άλλοι υμνογράφοι στην ολοκλήρωσι της υμνογραφίας της εορτής. Τα ιδιόμελα της λιτής και τα στιχηρά των αποστίχων του εσπερινού αποδίδονται στον Νείλο Ξανθόπουλο, το δε ιδιόμελο στο «Και νυν» των αποστίχων είναι ποίημα του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού. Ρητώς στον Ιωάννη αποδίδονται οι τρεις κανόνες. Θα παρατεθούν το πρώτο στιχηρό του εσπερινού του δ΄ ήχου, προσόμιο του «Ως γενναίον εν μάρτυσι», «Τα της χάριτος όργανα…». Το πρώτο των αποστίχων του πλ. α΄ ήχου, προσόμοιο του «Χαίροις ασκητικών», «Χαίροις Ιεραρχών η τριάς…». Το πρώτο των στιχηρών των αίνων του β΄ ήχου, προσόμοιο του «Ποίοις ευφημιών», «Ποίοις ευφημιών στέμμασι στεφανώσωμεν τους διδασκάλους…» και το δοξαστικό των στιχηρών του εσπερινού, ιδιόμελο του πλ. α΄ ήχου, «Σαλπίσωμεν εν σάλπιγγι ασμάτων…». Είναι από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια της εορτής.

Πηγή: Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 380 -388.



www.pemptousia.gr

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Ο κυρ-Τάσος ο αγιασμένος μανάβης



Αναστάσιος Μ. (1929-2004)
Ο Θεός διάλεξε τους απλοϊκούς που ο κόσμος θεω­ρεί μωρούς για να καταντροπιάσει τους σοφούς. Και εξέλεξε όσους ο κόσμος θεωρεί ανίσχυρους για να ντροπιά­σει τελικά εκείνους που έχουν κοσμική δύναμη, και διά­λεξε ο Θεός εκείνους που έχουν άσημη καταγωγή και τους περιφρονημένους κι εκείνους που τους θεωρούν τόσο τιποτένιους σαν να μην υπάρχουν καν, για να καταρ­γήσει όσους θαρρούν πως είναι κάτι. Και τούτο για να μην μπορεί να καυχηθεί ενώπιον του Θεού κανείς απολύ­τως.
(Α Κορινθίους α; 27)

Τα ανωτέρω αρμόζουν για τον ταπεινό και πολυβα­σανισμένο, μακαριστό κ. Τάσο, ο οποίος με την έμπρα­κτη πίστη του στον Χριστό, είχε λάβει πολλά ουράνια χαρίσματα. Γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1929 σε ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας. Από μικρό παιδί μπήκε στην βιοπάλη, ήταν ορφανός από πατέρα από την ηλικία των τριών ετών. Στην αρχή ή­ταν τσομπανάκος, Μετά στα χωράφια, αργότερα στις οικοδομές, χαμάλης σε αποθήκες, καλλιεργητής σε λαχα­νόκηπους, πλανόδιος μανάβης. Όπως έλεγε ο ίδιος σε η­λικία 16 ετών, σκέφτηκε, ποιο δρόμο να πάρει κι από τότε, έπεσε στο βήμα του Χριστού, στο Ευαγγέλιο, νιώθο­ντας «σαν επιστρατευμένος».

Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο που αναφέρεται στον κ. Τάσο, "Σαν το χρυσάφι στο καμίνι", εκδόσεις "Ορθόξοξη Κυψέλη".

Μικρός, όταν ήμουνα, δεν οργιζόμουνα καθόλου ούτε έβλεπα κακό ή αδικία…Να, ένας πήρε την κομπίνα στο χωράφι του ενώ εγώ είχα πει πιο μπροστά να έλθουν στο δικό μου χωράφι. Αυτοί όμως τον ξεγέλασαν και πήγαν σε αυτούς. Ε… αλωνίζει το δικό τους. Δεν ήλθε στο δικό μου χωράφι. Το βράδι εκείνο, όμως πιάνει ένα χαλάζι, καταστροφή! Εγώ, τι να κάνω; Για να μην φωλιάσει μέσα μου το κακό, πήγα και θέρισα το χόρτο, αυτουνού δηλαδή που με ξεγέλασε, στα κρυφά. Για να μπορώ να τον φέρνω μετά στο μυαλό μου χωρίς κακία. Κι έφυγα, αφού θέρισα το χόρτο τους, χαράματα μη με δουν.

Γιατί το μίσος είναι δαιμόνων πείραξη. Φωλιάζει μέσα σου, είναι σατανικό πέρα ως πέρα. Πρέπει με κάθε θυσία, με προσευχή να φύγει αυτό το μίσος. Αν κάποιος σε προκαλεί, αποστραφείτω, που λέει, όμως να τον βάλεις στην προσευχή. Να μη φωλιάσει ο λογισμός μέσα σου. Δεν σκέφτομαι τα καλά, ούτε τα περνώ απ’ το νου όσα έκανα για αυτούς. Μόνο τα σφάλματα μου σκέφτομαι. Γιατί δεν κάνει να κλάψει άνθρωπος για σένα, ότι τον αδίκησες. Κάποτε με ειρωνεύτηκαν σ’ ένα σπίτι. Μόλις βγήκα έξω από το χωριό έλεγα γονατιστά, όπως ουρλιάζει ένα σκυλί. Συχώρεσε με Θε μου! Δεν είπα τι με κάναν. Έβαλα τον εαυτό μου κάτω από το Φως. Μέχρι τελευταία ώρα θα πολεμηθούμε, θα αντιμετωπίσουμε πειρασμούς, μόνο με προσευχή και έργα θα νικήσουμε.

Στο Ευαγγέλιο μας, που είναι το βήμα του Χριστού, απαγορεύεται η κακία. Να τον πάρεις τον άλλο στην προσευχή σου, Κύριε Ιησού Χριστέ… και να παρακαλάς να τον συχωρέσει, για να μην ριζώσει το κακό, διότι γίνεσαι τότε κτήμα άγονο, ακαλλιέργητο, εκτός καλοσύνης…
Αν, όμως, πω ήμαρτον…και παρακαλάω να συχωρέσει όλο τον κόσμο, που είναι καλύτεροι μου, αν σκύψω το κεφάλι μου και πω, εγώ ΤΙ έκανα στη ζωή μου; θα βρω ταπείνωση. Κι αυτό, το να μην σκεφτείς ότι εγώ αδικεύτηκα, προέρχεται από προσευχή. Ανάλογα με τη δύναμη της προσευχής, έρχεται ταπείνωση.
Μόνο ο αναμάρτητος Χριστός είναι το Φως. Χριστέ μου μη φεύγεις απ’ την καρδιά μας. Θέλει όμως καλοσύνη. Να χαίρεσαι όταν σε κατηγοράνε. Το κατηγόριο είναι καλό γιατί είναι σαν να γίνεται ένα φαγάκι και ρίχνεις μέσα και λίγο αλατάκι. Τότε καταλαβαίνεις αν συχωράς τον άλλον. Εκεί φαίνεται η αξία του πιστεύοντα. Να σε κατηγοράνε και να κρύβεσαι σε κρυφό μέρος να παρακαλάς για αυτόν να τον σώσει.
Μια άλλη φορά είδα ατέλειωτο φως. Βλέπω ένα Φως απ΄ τη γη να ανεβαίνει, με πήρε λαχτάρα κι έλεγα μ’ όλη μου την καρδιά: Άγιος ο Θεός…Άγιος ο Θεός… σηκωνόταν τα «οστέα μου», χάνεται άμα συναντήσει ο άνθρωπος το Φως, χάνεται όπως το αλάτι το ψιλό μες στο νερό.
Όταν έλθει το φως! Σαν ηφαίστειο φως. Έξι εφτά χρόνια το θυμόμουν δάκρυζα, και με λαχτάρα φώναζα, Άγιος ο Θεός!...

Μετά τις απανωτές εισαγωγές σε νοσοκομείο, λίγο καιρό πριν πεθάνει, έλεγε, η αρρώστια καλό πράμα είναι. Σε βοηθά να μην αγανακτάς, να είμαστε υπέρ-ευχαριστημένοι που βρεθήκαμε σ’ αυτό το έργο, να δοξάζουμε τον Θεό, δόξα σοι ο Θεός! Δισεκατομμύρια φορές δόξα σοι, κι έκλαιγε…λέγοντας Άγιος ο Θεός! Ο αναμάρτητος Χριστός, τι θέλει από εμάς; Χριστιανά τα τέλη. Ήλθε στον κόσμο να σώσει αμαρτωλούς. Να παρακαλάμε τον φύλακα άγγελο, που θα έλθει εκείνη την ώρα, να μας προφυλάξει από τα πονηρά πνεύματα μην μας πάρουν…Αχ, Θεέ μου, σώσε με! Αχ, Θεέ μου, σώσε με! Ελεήμων ελέησον με ο Θεός! Η Παναγία, που είναι σα μια μάνα, να μας δεχτεί στην αυλή των προβάτων…Κι ενώ πονούσε τόσο πολύ ο ίδιος, σαν να του πριόνιζαν το γαγγραινιασμένο πόδι, είχε και τη δύσπνοια απ’ την καρδιακή ανεπάρκεια, παρακαλούσε για άλλους. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του έλεγε. Αχ, Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα! Αχ, Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα! Αχ, Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα! Δε θέλω τίποτα άλλο, δώσε μου τη δύναμη και το κουράγιο τ’ όνομα Σου να ‘χω στην καρδιά μου…

Πέθανε στο νοσοκομείο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, όπου είχε γίνει και νέα εισαγωγή ξημερώματα Δευτέρας 30 Αυγούστου 2004, χωρίς να χάσει καθόλου τις αισθήσεις του. Ζήτησε από τη γυναίκα του, να της φιλήσει τα χέρια, που τον φρόντισαν τόσο καιρό, κι άφησε με ειρήνη το πνεύμα του.


πηγή:http://proskynitis.blogspot.com

Λόγος εγκωμιαστικός στην ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκθρονίστηκε και στάλθηκε εξόριστος στην Κουκουσό, Αραβισσό και Πιτιούντα όλη η Εκκλησία των ορθοδόξων επένθισε. Με δάκρυα έλεγαν τα πλήθη των πιστών και μοναχών: «Συνέφερεν, ίνα ο ήλιος συσταλή ή ίνα το στόμα Ιωάννου σιωπήση».

Έκλαυσε όλη η οικουμένη, διότι έμεινε σαν πλοίο χωρίς κυβερνήτη, σαν ποίμνιο χωρίς ποιμένα· σαν στρατόπεδο χωρίς αρχιστράτηγο και σαν κόσμος σκοτεινός χωρίς ήλιο. Έκλαιαν οι ορφανοί τον πατέρα τους. Θρηνούσαν οι μαθηταί τον διδάσκαλό τους, ωδύρονταν οι πτωχοί τον προστάτη τους. Λυπόνταν οι αμαρτωλοί την ελπίδα τους, οι θλιμμένοι την παρηγοριά τους, οι άρρωστοι την επίσκεψή τους και οι διψασμένοι από λόγο Θεού, διότι στερήθηκαν τα γλυκύτατα και πάγχρυσα λόγια της διδασκαλίας του. Κοινή ήταν η συμφορά, παγκόσμιο το κακό, οικουμενική η δυστυχία.

Ο άγιος Ιννοκέντιος ο Πάπας, γράφοντας για τον Χρυσόστομο προς τον βασιλέα Αρκάδιο, λέγει: Όχι μόνο η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ζημιώθηκε της καλλιρύτου εκείνου γλώσσας, αλλά και όλη η υφήλιος εχήρευσε, απολέσασα τέτοιον ένθεον άνδρα.

Έμεινε στην χηρεία αυτή και απαρηγόρητη λύπη όλη η Εκκλησία του Χριστού τριαντατρία ολόκληρα χρόνια.

Το 440 γίνεται η ανακομιδή και μετακομίζεται από τα Κόμανα του Πόντου στην βασιλεύουσα με τέτοια τιμή, η οποία δεν έγινε ποτέ από του αιώνος σε άλλον, ούτε πατριάρχη, ούτε βασιλέα.

Η του Χριστού Εκκλησία στολισαμένη, υποδέχεται σήμερα από την εξορία το ζωομύριστο και θαυματουργικώτατο σώμα του φωστήρος της Χρυσοστόμου και εορτάζει χαρμόσυνα την ένδοξη ανακομιδή και μετακομιδή και υποδοχή του λειψάνου του διδασκάλου της οικουμένης.

Και αυτό με κάθε δίκαιο, γιατί, πώς δεν έπρεπε να χαρή, σήμερα, όλη η Εκκλησία του Χριστού σε ένα καιρό, όπου βλέπει ότι στο λείψανο του Χρυσοστόμου μεταβλήθηκαν όλοι οι νόμοι της φύσεως και ενεργήθηκαν μόνον οι νόμοι της Χάριτος; Ότι σώμα νεκρόν, όταν θέλη, κινείται, και, όταν θέλη, μένει ακίνητον; Ότι σώμα, ενταφιασμένο πριν 33 χρόνια, ανακομίζεται σώο και αδιάλυτο με την ολοκληρία όλων των μελών και μερών του;… Πώς δεν έπρεπε να χαρή, σήμερα, όταν είδε το σώμα του Χρυσορρήμονος να ευρίσκεται μεν στην γη σε διά­στημα τόσων χρόνων, έπειτα να ανακομίζεται λαμ­πρό και κροκοειδές στο χρώμα; Ευωδέστατο στην οσμή, υπερνικών όλα τα αρώματα της γης; Και έχων όλα τα άλλα ουσιώδη και συστατικά γνωρίσματα της αγιότητας; Πώς δεν έπρεπε να χαρή, όταν είδε το λείψανον του Ιωάννου, να γιατρεύη κουτσούς, να ανορθώνη παραλυτικούς, να φωτίζη τυφλούς;…. Πώς δεν ήταν δίκαιο να χαρή όλος ο κόσμος, βλέποντας ένα νεκρό σώμα να έχη εξουσία κατά των στοιχείων; κατά γης και θαλάσσης και του αέρος; Να σηκώνη άνεμους από την θάλασσα, να σχίζη σε ρήγματα την γη, να κάμνη τα πλοία να κλίνουν από μόνα τους, σαν να ήταν λογικά και έμψυχα, για να τον υποδεχθούν; Και, έπειτα, να τα διευθύνη αυτά σε όποιο τόπο θέλει; Καί για να πω το μεγαλύτερο και θαυμαστότερο, πώς δεν έπρεπε να χαρή σήμερα όλη η Εκκλησία του Χριστού, όταν είδε να ανοίξουν εκείνα τα άψυχα χείλη; Και όταν άκουσε να βγαίνη φωνή ζωντα­νή και έναρθρος από το προ 33 χρόνων νενεκρωμένο στόμα του Χρυσοστόμου; Και να πη «ειρήνη πάσιν;». Όντως «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Σύ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. 76, 13)….

Λοιπόν πώς έγινε τέχνη χωρίς τον τεχνίτη; Πώς ακολούθησε έργο και αποτέλεσμα χωρίς τον ποιητή; Πώς η λύρα και ο αυλός ήχησαν, χωρίς να τα κρούση ο λυρωδός και ο αυλητής; Και μάλιστα, όταν και ο αυλός και η λύρα ήταν διεφθαρμένα; Θαυμάσια τα έργα σου Κύριε! Η αιτία όλη, η ποιητική αυτού στάθηκε θεία και υπερφυσική! Και ο τεχνίτης του έργου αυτού ήταν αυτό το Πνεύμα το Αγιονί…

Ώστε, αν και το λείψανο του Χρυσοστόμου ήταν κατά φύση νεκρό και ακίνητο και άφωνον, αλλά κατά χάριν ήτο ζωντανόν και δι’ αυτό εκίνησε την γλώσσα του και ελάλησε: «δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι».

Πρέπει σήμερα να ευφρανθούν οι ορθόδοξοι διότι βλέπουν τον αγιώτατον πατριάρχην Πρόκλον και τον ευσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, πως σηκώνουν με πολλή ευλάβεια το πανσεβάσμιο λείψανο του Χρυσοστόμου και το εμβάζουν μόνοι οι δύο μέσα στο άγιο βήμα και το εναποθέτουν υπό κάτω του θυσιαστηρίου και της αγίας Τραπέζης… Ίδετε θαυμάσια, με τα οποία, ο θαυμαστός Θεός εδόξασε εμεγάλυνε και εθαυμάστωσε το λείψανον του αγίου Χρυσοστόμου;…

Δι’ αυτό, λοιπόν, ας χαρούμε και εμείς πνευματικώς σήμερα. Ας εύφημήσουμε με ύμνους και ωδές πνευματικές τον μέγα Χρυσόστομο! Ας προσκυνήσουμε νοερά το πάνσεπτό του λείψανο για να λάβουμε και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία δίδεται και αόρατα ως αόρατη και απεριόριστη….

Με ποιο όνομα ιερό και άγιο να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο και να μη αρμόζη σε αυτόν; Να τον ονομάσουμε άγγελο; Και του πρέπει, διότι αυτός έζησε στα αλήθεια μια ζωή ισάγγελη, με χαυμενίες, αγρυπνίες, προσευχές και ασκήσεις υπερφυσικές…

Προ του θανάτου του τρεις ολόκληρους μήνες δεν έφαγε ολότελα ανθρώπινο φαγητό, ως άσαρκος και άυλος μέχρις ότου ετελεύτησε. Βάστασε με μόνην εκείνη την άφθαρτη τροφή, που του έδωσαν και έφαγε οι ιεροί Απόστολοι, καθώς μαρτυρούν όλοι οι συγγραφείς του βίου του….

Να τον ονομάσουμε Απόστολον; Και μάλιστα, διότι αυτός με την πάγχρυση διδασκαλία του εσαγηνευσε πολλά έθνη και τα έφερε στην πίστη του Χριστού. Δι’ αυτό και οι θείοι Απόστολοι εφάνησαν οφθαλμοφανώς εις αυτόν, ως ισαπόστολο, τόσες και τόσες φορές, ο Πέτρος και Ιωάννης δύο φορές…. Ο Παύλος στην Κων/πολι, όταν του ομιλούσε μυστικά στα αυτιά, ερμηνεύοντας τις επιστολές του, και όταν αισθητά τον εφίλησε, ευχαριστώντας αυτόν, αφού τα ερμήνευσε….

Να τον ονομάσουμε Προφήτην; Ναι, και αυτό το όνομα το απέκτησε διά των έργων… Επροφήτευσε στον άγιο Επιφάνιο πως δεν θέλει φθάσει να πάη στον θρόνο του…, αλλά και όταν εξωρίζονταν, περνώντας από την Νίκαια προφήτευσε στον πατέ­ρα του βασιλιά Μαυρίκιου, που ήταν άτεκνος, ότι έχει να γέννηση γιο που μέλλει να γίνη βασιλιάς, πως έχει να αμαρτήση, πλήν θέλει πάλιν μετανοήσει και θέλει αξιωθεί της σωτηρίας, καθώς έτσι και τα πράγματα ακολούθησαν.

Να τον ονομάσουμε μάρτυρα; Ναι και του αρμόζει, επειδή εκτός από τις ασθένειες της υδρωπικίας, των πυρετών και της παντοτινής στομαχαλγίας, που έπασχε ο Τρισμακάριστος, έλαβε και πολλά βάσανα και μαρτύρια στις εξορίες του….

Διά αυτό και στον καιρό του θανάτου του, ήλθαν οι άγιοι μάρτυρες Βασιλίσκος ο ιερομάρτυς και Λουκιανός και τον προσκάλεσαν, για να έλθη στα ουράνια να συγκατοική με αυτούς ως συναθλητής.

Να τον ονομάσουμε Ιεράρχη και διδάσκαλο της Εκκλησίας; Ναι, βεβαιότατα! Θέλετε να το καταλάβετε; Ακούσατε την φοβερή οπτασία που είδε ο επίσκοπος της Αραβισσού Αδελφειός.

Αυτός έχοντας πολλή αγάπη να μάθη για τον άγιο Χρυσόστομο ποια δόξα αξιώθηκε να λάβη από τον Θεό στους ουρανούς, και παρακαλώντας συχνά γι’ αυτό τον Κύριο ήλθε σε έκσταση και είδε ένα ωραιότατο άνδρα που του έδειξε σε τόπο λαμπρό όλους τους πατέρες και διδασκάλους· αλλά δεν είδε ανάμεσά τους τον Ιωάννη! Και λυπήθηκε κατάκαρδα. Τότε άκουσε φωνή αγγέλου που του είπε: « Ιωάννην τον της μετανοίας λέγεις; Άνθρωπος, που είναι με σώμα, εκείνον να δει δεν μπορεί! διότι παρίσταται εκεί, όπου ο θρόνος ο Δεσποτικός». Την ίδια οπτασία είδε και ο άγιος Μάρκος ο ασκητής.

Να τον ονομάσουμε ρήτορα και εξηγητή των Θείων Γραφών;… Ο ρήτορας Λιβάνιος μπροστά στον Ιουλιανό τον παραβάτη, καίτοι εχθρός της πίστεως, εκήρυξε ότι ο Ιωάννης υπερβαίνει στην ρητορική και την σοφία και τον Δημοσθένη, και τον Πλάτωνα.

Στην εξήγηση πάλι των Γραφών υπερέβαινε και αυτόν τον μέγα Θεολόγον Γρηγόριον. Ο βασιλεύς Θεοδόσιος ο μέγας, παρεκάλεσε τον Γρηγόριο τον Θεολόγο να εξηγήση το ιερό Ευαγγέλιο, και το επεχείρησε. Παρακαλώντας τον Θεό να τον πληροφορήση αν η εξήγηση του είναι ορθή, άκουσε από τον Θεό την εξής φωνή: «Ούτε σε σένα, ούτε σε κάποιον άλλο το χάρισμα αυτό έχει δοθεί παρά στον Ιωάννη της Αντιοχείας». Ο δε άγιος Πρόκλος ο Πατριάρχης, έλεγε: «Έτσι είμαι εγώ προς τον μακάριο Ιωάννη, όπως ακριβώς πηγή προς θάλασσα και ρυάκι προς ποταμό».

Γι’ αυτό και σε κάθε διδαχή που έκαμνε ο Άγιος, οι άνθρωποι που άκουγαν, μη υποφέροντας την χαρά, κτυπούσαν πολλές φορές, κάτω από τον άμβωνα, όλοι με συμφωνία τα χέρια τους.

Σε ένα μόνο καιρό, που γινόταν λιτανεία στην Κων/πολη, εκ του προχείρου έκαμε 18 λόγους στο δρόμο το πάγχρυσο εκείνο στόμα! Τόση ευκολία είχε στο να ομιλή.

Να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο φίλο γνήσιο της Θεοτόκου; Ναι, και αυτό το αξιώθηκε! Ευρισκόμενος ο Άγιος για την ασθένειά του έξω από την Κων/λη, εκεί που προσευχόταν κατά το μεσονύκτιο, είδε ξύπνιος την Κυρία Θεοτόκο, η οποία ήλθε προς αυτόν με άπειρο φως και έχοντας τριγύρω της πλήθος από άνδρες και γυναίκες του είπε αυτά με φωνή χαριέστατη: «Ιωάννη, του εμού θεράπων Υιού και Θεού, καλά αγωνίστηκες τον αγώνα της α­σκήσεως, καλά εποίμανας το λογικόν ποίμνιον, αλλά ανδρίζου ακόμη και κραταιού. Διότι ιδού και μαρτυρικός σε αναμένει δρόμος και αθλητικό σε περιμένει στάδιο διά ποικίλων πόνων και πειρασμών, για να καταστή φανερή η δοκιμασία σου και στη γη και τον ουρανό…. Ας αγαλλιασθή λοιπόν και ας χαρή το πνεύμα σου, διότι σε έχει αποταμιευθεί και χαρά στους ουρανούς, ανάλογα με τις θλίψεις σου».

Επίσης και η θαυμαστή οπτασία που είδε ο άγιος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας.

Ο θειος του πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος είχε εχθρόν τον άγιο Χρυσόστομο…

Βλέπει μία φορά σε όραμα την Κυρία Θεοτόκο, μαζί και τον άγιο Χρυσόστομο, να συνομιλούν μεταξύ τους σε ένα πάμφωτο και ωραιότατο τόπο. Βλέποντας τους, όμως, επιθυμούσε και εζητούσε να πάη κοντά και αυτός αλλά ο θείος Χρυσόστομος τον επιτιμούσε και τον εμπόδιζε. Τότε, ακούει φωνή από την Θεοτόκο, που έλεγε προς τον Χρυσόστομο αυτά: Συγχώρησε τον χάριν εμού (για χάρι δική μου), διότι πολλά επάσχισε, εκοπίασε για εμένα, καταντροπιάσας τον υβριστή Νεστόριο, και εμένα Θεοτόκο με ανακήρυξε. Από άγνοια την άσχημη για σένα υπόληψη – γνώμη εσχημάτισε και θα φανέρωση αυτήν, που απέκτησε με επίγνωση.

Μετά από αυτό το όραμα ο άγιος Κύριλλος, έγινε μεγάλος φίλος του Χρυσοστόμου, επαινώντας αυτόν και συνέγραψε πρόχειρα και τον βίον Του.

Τι άλλο θέλετε να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο; Θαυματουργόν; Ναι διότι τόσο πλούσια του εδόθη το χάρισμα των θαυμάτων, ώστε όλοι τον επωνόμιζαν «Ιωάννην τον θαυματουργόν».

Να τον ονομάσουμε ελεήμονα; Και βέβαια, για την υπερβολική του ευσπλαγχνία προς τους πτω­χούς τον ωνόμαζαν όλοι «Ιωάννης ο της ελεημο­σύνης».

Να τον ονομάσουμε κήρυκα της μετανοίας; Και ποιος μπορεί να το αρνηθή! Τέτοια δύναμη είχε ο λόγος του στο να τραβά τους αμαρτωλούς σε μετά­νοια, ώστε έφθανε μόνο να ακούση κάποιος την δι­δαχή του για να μετανοήση και αλλάξη ζωή!…. Δί­καια λοιπόν από όλους ωνομαζόταν «Ιωάννης ο της μετανοίας»….

Αδελφοί, μας λέγει ο άγιος Νικόδημος, οι εορ­τές των αγίων δεν γίνονται για άλλο λόγο παρά για να συναχθούν σε αυτές οι Χριστιανοί, να ακούσουν τα κατορθώματα των Αγίων που εορτάζουν και να τα μιμηθούν και αυτοί, όσο τους είναι δυνατόν, και έτσι να λάβουν στην ψυχή τους ευλάβεια και στην ζωή τους διόρθωση και ακρίβεια. Έτσι μάς διδά­σκει η πάγχρυση γλώσσα του Χρυσοστόμου: «Ε­ορτή είναι επίδειξις έργων αγαθών, ψυχής ευλά­βεια, πολιτείας ακρίβεια».

Και εμείς ας μιμηθούμε, κατά το δυνατόν μας, και τα έργα του Χρυσοστόμου και ας ακούσουμε τις χρυσές διδασκαλίες που μάς κάμνει. Ας μετανοούμε κάθε μέρα στον Θεό για τα σφάλματα που κά­νουμε με το έργο, με το λόγο και με τον λογισμό, και ας πάρουμε σταθερή απόφαση, για να μη πράξουμε ξανά την αμαρτία, επειδή αυτή είναι η αλη­θινή μετάνοια. Έτσι μάς διδάσκει ο Χρυσόστομος: «Είναι δε μετάνοια το να μη κάνης τα ίδια…, πρέπει λοιπόν να απομακρύνεσαι και στην πράξη και στην γνώμη που αποτολμήθηκαν…. Παραδείγματος χά­ρη: άρπαξες και πλεονέκτησες; Απομακρύνσου από την αρπαγή και βάλε στο τραύμα ελεημοσύνη. Πόρνευσες; Απομακρύνσου από την πορνεία και βάλε στο έλκος αγνεία. Κακολόγησες τον αδελφό και έβλαψες; Σταμάτησε κατηγορώντας, και βάλε σωφροσύνη……

Ας έχουμε υπομονή σε όλες τις θλίψεις που μάς έρχονται είτε από τους δαίμονες, είτε από τους ανθρώπους είτε και από φυσική ασθένεια του σώ­ματος, και ας ευχαριστούμε πάντοτε τον Θεό σε ό­σα μάς ακολουθούν είτε καλά, είτε κακά. Διότι και ο άγιος Χρυσόστομος υπέμεινε μετά χαράς τις εξο­ρίες, τις οποίες του έκαμαν, και σε όλα ευχαριστού­σε τον Θεό, συνηθίζοντας να λέγη πάντοτε αυτό το αξιομνημόνευτο λόγιο: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένε­κεν» ου γαρ παύσομαι τούτο επιλέγων αεί επί πάσί μοι τοις συμβαίνουσιν». Και αυτόν τον λόγο αφού είπε τελευταίο, παρέδωσε την αγία του ψυχή.

Ας αγωνιζόμαστε να είμαστε παρθένοι και σώ­φρονες όχι μόνο κατά το σώμα, αλλά και κατά την ψυχή, μη αφήνοντες το νου μας να γλυκαίνεται στους αισχρούς και σαρκικούς λογισμούς… Διότι πολλές φορές παρθενεύει κάποιος με το σώμα, αλ­λά με την ψυχή και τους λογισμούς πορνεύει και μοιχεύει….

Ας μισήσουμε από καρδιάς την φιλαργυρία και ασπλαγχνία, διότι αυτή κάμνει εκείνους που είναι υποδουλομένοι σε αυτήν, ούτε να βλέπουν, ούτε να ακούν ούτε συνείδηση να έχουν, ούτε την σωτηρία τους να ζητούν….

Ας μισήσουμε την υπερηφάνεια και ας έχουμε την ταπείνωση στην ψυχή μας, διότι χωρίς την τα­πείνωση είναι αδύνατον να σωθούμε, κατά τον Χρυσόστομον, λέγοντα: «Τίποτε δεν είναι ίσον με την ταπεινοφροσύνη…., διότι δεν είναι δυνατόν να σωθή κάποιος χωρίς της ταπεινοφροσύνης».

Και επάνω σε όλα, ας σπουδάσουμε να έχουμε την αγάπη προς τους αδελφούς μας, διότι η αγάπη είναι το κεφάλαιο όλων των αγαθών! Χωρίς την α­γάπη όλες οι αρετές είναι μάταιες….

Πρόσδεξαι, σε παρακαλούμε, το παρόν ευτελές εγκώμιον, όπως προσεδέχθη ο Κύριος της χήρας τα δύο λεπτά… Και εις μεν την παρούσα ζωή φύλαττε μας από κάθε βλάβη των ορατών και αορά­των εχθρών, εις δε την μέλλουσα αξίωσέ μας της ουρανίου βασιλείας διά των πρεσβειών σου, με την Χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον Ο­ποίον υπάρχει η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.




www.pemptousia.gr

Γραμματόσημα με θέμα το Άγιο Όρος



Μια ειδική αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων με τίτλο «Άγιον Όρος Άθω - Καθολικά Ιερών Μονών Ι» κυκλοφορεί από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία.

Στη σειρά παρουσιάζονται τα καθολικά του Πρωτάτου και των Ιερών Μονών Μεγίστης Λαύρας, Χιλανδαρίου, Ιβήρων, Διονυσίου και Βατοπεδίου, που προσαρμόστηκαν σε γραμματόσημα από τη Μυρσίνη Βαρδοπούλου.

Η σειρά, που αποτελείται από έξι γραμματόσημα διαστάσεων 40x40 χιλ., θα διατίθεται από τα ταχυδρομικά καταστήματα έως τις 25 Ιανουαρίου του 2013, εκτός κι αν εξαντληθεί νωρίτερα.

Επιμέλεια: Φίλιππος Καραμέτος



www.zougla.gr

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Αίτια της διαστροφής των παιδιών. Οι παιδοκτόνοι γονείς


(Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)


Επομένως από πουθενά αλλού δεν προέρχεται η διαστροφή των παιδιών παρά μόνο από το υπερβολικό ενδιαφέρον για τα βιωτικά. Με το να αποβλέπουν δηλαδή μόνο σε εκείνα και με το να θέλουν να μην ασχοληθούν με τίποτε άλλο, αναγκάζονται να αμελούν μαζί και της δική τους ψυχή τα παιδιά. Αυτούς τους πατέρες –και ας μη νομίση κανείς ότι αυτό που λέω τώρα είναι αποτέλεσμα θυμού- θα τους χαρακτήριζα χειρότερους και από τους ίδιους τους παιδοκτόνους.


Διότι εκείνοι χωρίζουν βέβαια το σώμα από την ψυχή, αυτοί όμως φέροντας και το σώμα μαζί με την ψυχή την ρίχνουν στη φωτιά της κολάσεως. Και εκείνο το θάνατο οπωσδήποτε θα τον υποστή, επειδή υπάρχει ο φυσικός νόμος, αυτόν όμως μπορεί και να τον αποφύγη, εάν δεν το οδηγούσε εκεί η αδιαφορία των πατέρων. Επί πλέον το θάνατο του σώματος θα τον εξαφανίση εντελώς όταν έλθη η ανάστασις, την καταστροφή όμως της ψυχής, τίποτε πια δε θα μπορέση να την εξουδετερώση. Διότι δεν την ακολουθεί πια η σωτηρία, αλλά είναι καταδικασμένη να τιμωρήται αιώνια. Ώστε δίκαια θα χαρακτηρίζαμε τους γονείς αυτούς χειρότερους από τους παιδοκτόνους. Διότι δεν είναι το ίδιο να ακονίση κανείς ξίφος και το να οπλίση και να το τοποθετήση στο λαιμό του παιδιού, όσο είναι φοβερό το να καταστρέψη την ψυχή του παιδιού και να την οδηγήση στην απώλεια. Διότι για μας δεν υπάρχει πιο πολύτιμο από την ψυχή.

(Προς τους πολεμούντας τοις επί το μονάζειν ενάγουσιν, Γ΄ ΕΠΕ 27, 456-470.PG 47, 352-356)


(Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄, «Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ», Έκδοσις: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Αγ. Όρους)












(Πηγή ηλ. κειμένου: eisdoxantheou-gk.blogspot.com)


www.alopsis.gr

Αγαθή διάθεση




- Γέροντα, τι θα γίνουν οι άνθρωποι που έχουν καλωσύνη αλλά δεν πιστεύουν;


- Νομίζεις ότι δεν πιστεύουν; Αλλά ας πούμε ότι δεν πιστεύουν. Όταν ήταν μικροί, η μάνα τους δεν τους κοινωνούσε; Αλλά και να μην τους κοινωνούσε , δεν βαφτίσθηκαν, δεν μυρώθηκαν; Δεν είναι γεννημένοι από ορθόδοξες και βαφτισμένες μάνες; Ε, αυτούς τους ανθρώπους που έχουν καλωσύνη, θα δης, ο Καλός Θεός θα τους βολέψη με κάποιο τρόπο, είτε με δοκιμασίες είτε με μια αρρώστια είτε με ταλαιπωρίες είτε με έναν σεισμό είτε με έναν κεραυνό είτε με έναν κατακλυσμό είτε με έναν λόγο κ.λ.π. , και τελικά θα τους πάη στον Παράδεισο. Πολλές φορές ίσως παρουσιασθή και ένας Άγιος ή ένας Άγγελος σε έναν τέτοιο άνθρωπο .παρόλο που δεν δικαιούται αυτήν την μεγάλη ευλογία. Μπορεί όμως να το κάνη και αυτό ο Χριστός ,αφού πρώτα χρησιμοποιήση όλα τα άλλα. Αλλά συχνά τι παθαίνουν οι άνθρωποι αυτοί; Πηγαίνει ο διάβολος και τους ξεγελάει και πολλοί , οι καημένοι , πλανιούνται , γιατί αρχίζει ο διάβολος να τους λέη: « Α, εσένα σου έδειξε τέτοιο μεγάλο θαύμα ,γιατί μπορείς να σώσης τον κόσμο » . Και ο ταλαίπωρος δεν λέει: « Θεέ μου, πώς να Σε ευχαριστήσω; Εγώ δεν ήμουν άξιος για τέτοια χάρη » . Αντί δηλαδή να νιώση συντριβή , δέχεται τους λογισμούς που του φέρνει ο διάβολος και υπερηφανεύεται . Μετά ξαναπηγαίνει ο διάβολος και του στήνει « τηλεόραση », του δείχνει Αγγέλους, Αγίους και του λέει: « Εσύ θα σώσης την οικουμένη » . Αν αυτός ο άνθρωπος συνέλθη, πάλι ο Καλός ο Θεός θα τον βοηθήση.
Πάντως να μην ξεχνούμε ότι όλοι έχουμε κληρονομιά από τον θεό ,για αυτό σε όλους τους ανθρώπους στο βάθος υπάρχει καλωσύνη . Ο διάβολος όμως όλα τα μολύνει. Μερικοί έχουν διατηρήσει αυτήν την καλωσύνη ,έστω κι αν δεν ζουν κοντά στην Εκκλησία. Ε, αυτούς θα τους βολέψη ο Θεός. Για αυτό, όταν βλέπετε άνθρωπο να έχη παρασυρθή και να έχη αμαρτωλή ζωή, αλλά να είναι πονόψυχος – βλέπει λ.χ. έναν άρρωστο και ραγίζει η καρδιά του, έναν φτωχό και τον βοηθάει – από εκεί να καταλάβετε ότι αυτόν δεν θα τον αφήση ο Θεός , θα τον βοηθήση. Και όταν βλέπετε έναν άνθρωπο απομακρυσμένο από τον Θεό να είναι σκληρός , άσπλαχνος κ.λ.π. ,τότε πρέπει να κάνετε μέρα- νύχτα προσευχή, να κάνη « αποβίβαση » ο Θεός στην καρδιά του , για να πάρει στροφή.
Τα κρίματα του θεού είναι άβυσσος. Ένα πράγμα ξέρω: όσοι ζουν κοσμική ζωή , γιατί δεν βοηθήθηκαν , αλλά παρασύρθηκαν ή και σπρώχθηκαν στο κακό , ενώ είχαν καλή διάθεση , αυτοί συγκινούν τον Θεό και ο Θεός θα τους βοηθήση. Θα χρησιμοποιήση διάφορους τρόπους ,να βρουν τον δρόμο τους . Δεν θα τους αφήση. Ακόμη και την ώρα του θανάτου θα τους οικονομήση να βρίσκωνται σε καλή κατάσταση. ]

Από το βιβλίο «Πνευματική αφύπνιση»
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β’
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ



www.gonia.gr

Μιὰ ἁγία οἰκογένεια



Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))




Ἡ Ἐκκλησία σήμερα ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ὁσίου Ξενοφῶντος καὶ τῆς οἰκογένειάς του. Ὁ ὅσιος Ξενοφῶν, ἡ σύζυγός του Μαρία καὶ τὰ δυό του παιδιὰ Ἀρκάδιος καὶ Ἰωάννης εἶν’ ἕνα παράδειγμα ἁγίας οἰκογένειας πολὺ διδακτικὸ καὶ μάλιστα στὸν καιρό μας. Γενικὴ εἶναι ἡ γνώμη καὶ ἡ ἀνησυχία ὅτι ὁ θεσμὸς τῆς οἰκογένειας περνάει μεγάλη κρίση, κι ὅλοι ὅσοι σκέφτονται σωστὰ ζητοῦν στηρίγματα γιὰ νὰ ἐνισχύσουν τὸ κύτταρο τοῦ κοινωνικοῦ βίου, ποὺ εἶναι ἡ οἰκογένεια. Παραδείγματα σὰν τῶν Ἁγίων, ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία εἶναι πολὺ διδακτικὰ γιὰ τοὺς χριστιανούς. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἄλλωστε καὶ προβάλλει ἡ Ἐκκλησία τὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τῶν Ἁγίων.

Ὁ ἅγιος Ξενοφῶν καὶ ἡ σύζυγός του Μαρία ἦσαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέα Ἰουστινιανοῦ πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὄχι πὼς πάντα ἡ εὐσέβεια συνοδεύει τὸν πλοῦτο, μὰ ὁ Ξενοφῶν καὶ ἡ Μαρία ἦσαν καλοὶ χριστιανοὶ καὶ νοικοκυρεμένοι ἄνθρωποι. Εἶχαν δυὸ παιδιά, τὸν Ἀρκάδιο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ φρόντιζαν γιὰ τὴν καλή τους ἀποκατάσταση, ὅπως αὐτὴ εἶναι ἡ φροντίδα καὶ τὸ ὄνειρο τῶν καλῶν γονέων. Ὁ Ξενοφῶν λοιπὸν καὶ ἡ Μαρία ἀνάθρεψαν πρῶτα κι ἔβαλαν στὸ δρόμου τοῦ Θεοῦ τὰ παιδιά τους καὶ φρόντισαν ὕστερα νὰ τοὺς δώσουν καλὰ ἐφόδια καὶ γιὰ τὸ βίο τους. Σήμερα ἴσως αὐτὸ τὸ καταλαβαίνουμε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή, ὅπου τόσο ἀπασχολεῖ τοὺς γονεῖς ἡ ἐπαγγελματικὴ ἀποκατάσταση τῶν παιδιῶν.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἀρκάδιος καὶ ὁ Ἰωάννης ἔκαμαν τὶς πρῶτες σπουδὲς των στὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ γονεῖς των, μιὰ καὶ εἶχαν τὰ μέσα, ἀποφάσισαν νὰ τὰ στείλουν στὴ Βηρυτό, γιὰ νὰ σπουδάσουν τὴ νομικὴ ἐπιστήμη· ἡ Βηρυτὸς τότε ἦταν κέντρο ἀνώτερων σπουδῶν. Πῆραν λοιπὸν τὰ παιδιὰ τὴν εὐχὴ τῶν γονέων τους καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὴν πόλη, ὅπου θὰ 'βρισκαν ἀνώτερες Σχολὲς καὶ δασκάλους, γιὰ νὰ σπουδάσουν τὴν ἐπιστήμη, ποὺ εἶχε τότε μεγάλη πέραση, καὶ ποὺ θὰ τοὺς ἐξασφάλιζε μιὰ καλὴ σταδιοδρομία στὶς δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ μεγάλου Βυζαντινοῦ Κράτους. Θὰ ταξίδευαν ἀπὸ θάλασσα, μὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε ποιὰ ἦσαν τὰ πλοῖα τοῦ καιροῦ ἐκείνου καὶ νὰ μὴ μᾶς φανῆ παράξενο ὅτι τὸ πλοῖο ναυάγησε κι ὁ Ξενοφῶν κι ἡ Μαρία ἔχασαν τὰ ἴχνη τῶν παιδιῶν τους.

Ὄχι μόνο ἕνα πλοῖο τοῦ καιροῦ ἐκείνου κινδύνευε εὔκολα σὲ μία θαλασσοταραχὴ νὰ ναυαγήση, ἀλλὰ κι ὅλα τὰ ἄλλα μέσα ποὺ ξέρομε τώρα δὲν ὑπῆρχαν, γιὰ νὰ μάθη κανεὶς καὶ νὰ πληροφορηθῆ τί ἀπόγιναν οἱ ναυαγοί. Χάθηκαν λοιπὸν πραγματικὰ τὰ ἴχνη τῶν δυὸ ἀδελφῶν κι οἱ γονεῖς των δὲν εἶχαν τρόπο νὰ τὰ ἀναζητήσουν καὶ νὰ τὰ βροῦν. Ξεκίνησαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὰ μέρη τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης, μήπως βροῦν τὰ παιδιά τους. Αὐτὴ ἦταν μία ἀπόφαση πολὺ τολμηρὴ καὶ σὰν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία. Μὰ οἱ δυὸ χριστιανοὶ σύζυγοι ξεκίνησαν μὲ τὴν ἀγάπη στὰ παιδιά τους καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Καὶ δὲν γελάστηκαν, γιατί ὅσα δὲν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι τὰ μπορεῖ ὁ Θεός, καὶ «ἡ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει».

Περιπλανώμενοι κι ἀναζητώντας τὰ παιδιά τους, ὁ Ξενοφῶν καὶ ἡ Μαρία ἔφτασαν στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ ἁγία Πόλη τότε ἦταν ἐκκλησιαστικὸ καὶ πνευματικὸ κέντρο, μὲ λαμπρὲς ἐκκλησίες ποὺ εἶχε κτίσει ἡ ἁγία Ἑλένη καὶ μὲ πολλὰ μικρὰ καὶ μεγάλα μοναστήρια, στὰ ὁποία ἀσκήτευαν σπουδαῖοι μοναχοὶ καὶ Πατέρες. Ἐκεῖ λοιπόν, ὡδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Θεό, οἱ δυὸ χριστιανοὶ σύζυγοι Ξενοφῶν καὶ Μαρία βρῆκαν τὰ παιδιά τους, τὸν Ἀρκάδιο καὶ τὸν Ἰωάννη. Καὶ πῶς τὰ βρῆκαν τάχα; Ὄχι δυὸ ναυαγημένους κι ἀποτυχημένους νέους, νὰ γυρίζουν ἐξαθλιωμένοι στὸ δρόμο, ἀλλὰ δυὸ νέους ντυμένους τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα. Τὸ ναυάγιο στὴ θάλασσα ἦταν ἡ ἐπιτυχία τῶν δυὸ ἀδελφῶν στὴ στεριὰ· ἀντὶ νὰ σπουδάσουν στὴ Βηρυτό, ἔγιναν μοναχοὶ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἴσως τὴν ὥρα τοῦ κινδύνου νὰ ἔταξαν καὶ νὰ ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτό τους στὸ Θεό.

Ἀλλὰ εἶναι ἀντάξιος κι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ γονεῖς χαιρέτισαν καὶ πανηγύρισαν τὴν ἀνακάλυψη τῶν παιδιῶν των. Τάχα λυπήθηκαν, ποὺ τοὺς εἶδαν μοναχούς; Τάχα θέλησαν νὰ τοὺς πάρουν ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ γυρίσουν στὸ σπίτι τους; Τέτοια κάνουν πολλοί, ὅταν δοῦν τὰ παιδιὰ τους μοναχούς. Ἀλλὰ ὁ Ξενοφῶν καὶ ἡ Μαρία, σὰν εὐσεβεῖς χριστιανοὶ ἔκαμαν κάτι ἄλλο. Γεμάτοι χαρὰ γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῶν παιδιῶν τους καὶ γεμάτοι εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ Θεό, ἔγιναν κι ἐκεῖνοι μοναχοί. Ἔτσι ὁ Ξενοφῶν καὶ ἡ Μαρία, ὁ Ἀρκάδιος κι ὁ Ἰωάννης ἔκαμαν τώρα μία νέα οἰκογένεια ἤ, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε καλύτερα, ἔκαμαν μία πρότυπη μοναστικὴ ἀδελφότητα. Ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ἁγιότητα εἶναι ὁ κανόνας καὶ ἡ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀμήν.






www.agiazoni.gr

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Λαχτάρα Αἰωνιότητος




Γέροντας Δαμασκηνὸς Κατρακούλης



Ἰδού, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν. ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ. (Ἀποκ. κβ’ 12, 20)1

Ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τῆς Ἐκκλησίας, περιέχει ποικίλα σπέρματα ἀληθείας καὶ θεογνωσίας. Ἡ μελέτη τοῦ θείου λόγου νὰ εἶναι ἡ τρυφὴ καὶ ἡ τροφὴ τῆς ζωῆς μας.

Ἐγώ, παιδιά, κάθε βράδυ διαβάζω Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ εἰσχωρήση μέσα μου ὁ Κύριος. Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο γίνεται ἡ ἀλληλοπεριχώρησις τοῦ ἡμαγμένου Ἀμνοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κληθήκαμε ν’ ἁγιάσωμε. Νὰ γίνωμε εὐωδία Χριστοῦ. Σκοπὸς μας εἶναι νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνωμε φῶς. Μὲ τὴν τήρησι τοῦ Εὐαγγελίου νὰ γίνωμε λόγος τοῦ Θεοῦ.

Μέσα στὴν Ἐκκλησία, λοιπόν, ἁρπάζει ὁ ἕνας τὸν θεῖο λόγο καὶ πηγαίνει εἰς τὰς ἐρήμους, γιὰ νὰ πραγματώση τὸ Εὐαγγέλιον. Ὁ ἄλλος τὸ ἁρπάζει καὶ πηγαίνει στὴν Ἀφρική, στὴν Ἀσία κ.λπ. νὰ φωτίση τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἱεραπόστολος. Ὁ ἄλλος παίρνει τὸν θεῖο σπόρο καὶ τὸν καλλιεργεῖ μέσα στὴν κοινωνία ὡς ἐπίσκοπος, ὡς ἱερεύς, ὡς οἰκογενειάρχης καὶ κάνει ἔργο του τὴν σπορὰ τοῦ θείου λόγου. Ἐμεῖς πήραμε τὸ Εὐαγγέλιον ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ὁ καθένας καὶ ἤλθαμε στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ δοξάσωμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν Του.

Κάθε μοναστήρι εἶναι ἕνα πέραμα, ἕνα φεριμπότ, ποὺ θὰ μᾶς περάση ἀπέναντι, στὴν ὄχθη τοῦ οὐρανοῦ. Σήμερα αὐτὸ μὲ ἀπησχόλησε ἐμένα· αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ταξίδι. Πρέπει νὰ σπάσωμε τὸν φραγμὸ τοῦ θανάτου μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Σκεπτόμουν, λοιπόν, πῶς θὰ μπορέσωμε τὸ μήνυμα τοῦ θανάτου νὰ τὸ περιμένωμε ὡς τὴν πλέον εὐχάριστη ἀγγελία. Προχθὲς ἀναφέραμε μερικὲς θεῖες ἀποκαλύψεις, ποὺ εἶχε ὁ Μητροπολίτης Ε. στὶς τελευταῖες του στιγμές. Καὶ χάρηκε ἡ ψυχή μας. Πράγματι, γνωρίζομε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀγαπήσας τὸν Θεόν, δέχεται τέτοιες ἀποκαλύψεις στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς του. Ὁ Κύριος τοῦ παρουσιάζει ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τί ἀπολαύσεις τὸν ἀναμένουν στὴν πανήγυρι τῶν πρωτοτόκων, ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει τὸ φῶς, τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ γλυκύτατο ὡς ἡ χιών.

Ἡ ζωὴ τοῦ οὐρανοῦ εἶναι φῶς, γλυκύτατο, λευκότατο. Ἐπιθυμῶ αὐτὴν τὴν λευκοτάτη, τὴν χιονάτη ζωὴ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιατί δὲν ὑπάρχει πιὸ εὐχάριστο γεγονὸς ἀπὸ αὐτὴν τὴν διάβασι στὴν ἀντίπερα ὄχθη. Ἐὰν νοσταλγοῦμε νὰ μεταβοῦμε σὲ μία παραλία, π.χ. στὴν Κέρκυρα ἢ στὸν Ἅγιο Διονύσιο, ὅπου θὰ ἀντικρύσωμε γήινες ὀμορφιές, ποὺ παρόμοιες ἔχομε ἤδη ἀπολαύσει, σκεφθῆτε πῶς πρέπει νὰ νοσταλγοῦμε αὐτὸ τὸ πέραμα στὴν ἄλλη ζωή, στὸ αἰώνιο Φῶς. Μέσα στὸ μοναστήρι γίνεται αὐτὴ ἡ ἑτοιμασία γιὰ τὴν μετάβασι στὴν οὐράνια ὄχθη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν ἀπὸ τώρα γνωρισθοῦμε γιὰ τὰ καλὰ μὲ τὸν ἄνω κόσμο, θὰ ἔχωμε μία καλὴ συνοδεία φίλων Ἁγίων κατὰ τὴν ἔξοδό μας.

Μὲ πόση εὐχαρίστησι πρέπει νὰ ἀναμένωμε τὸν θάνατο! Νὰ μὴν τὸν ἀντικρύζωμε ὡς μάχαιρα ποὺ θὰ μᾶς κόψη ἀπὸ τὴν ζωή, ἀλλὰ σὰν φωτεινὴ πύλη, ποὺ θὰ μᾶς εἰσαγάγη στὴν αἰωνιότητα. Αὐτὴ ἦταν ἡ σκέψις μου ἐμένα σήμερα. Ἄλλωστε, ἔχομε πεῖ πολλὲς φορὲς ὅτι πρέπει νὰ κάνωμε τὸν θάνατο εὐχάριστο. Νὰ μὴν τὸν ἀντιμετωπίζωμε μὲ φόβο. Ἅπαξ καὶ ὁ Χριστὸς ἐσταυρώθη καὶ ἀνέστη, κατελύθη ἡ ἰσχὺς τοῦ θανάτου, ἐσπάσθησαν τὰ κλεῖθρα τοῦ ἅδου. Ἡ θύρα ἠνοίχθη. καὶ ἐλευθέρως πλέον κάθε πιστὸς ἠμπορεῖ νὰ εἰσέλθη στὴν αἰώνια μακαριότητα.

-Τί εἶναι ὅμως αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς κάνη νὰ ἐπιθυμήσωμε τὸν θάνατο;

-Ἡ φλόγα τῆς δροσερῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν ἀνάβει τὴν δίψα τῆς αἰωνίου ζωῆς.

«Ἀγαπήσατε τὸν Θεὸν καὶ εὑρήσετε χάριν αἰώνιον… καὶ ἀνάπαυσιν μετὰ πάντων τῶν ἁγίων», λέγει ὁ ὑμνωδὸς (Ἀκολουθία Ἁγ. Ἀντωνίου, δοξαστικόν τῆς Λιτῆς).

Ἐὰν ἡ καρδιὰ μας φλέγεται ἀπὸ θεῖον ἔρωτα, ὁ Κύριος θὰ ἀνταποκριθῆ ἀμέσως στὴν ἀγάπη ποὺ θὰ τοῦ προσφέρωμε ἐμεῖς καὶ θὰ μᾶς χαρίση τὴν αἰώνιο ἀτένισι τῆς θεϊκῆς Του μορφῆς.

Θὰ μοῦ πῆτε: «Καλὰ τὸ συζητᾶμε τώρα αὐτὸ τὸ θέμα. Ἀλλὰ μόλις φθάσωμε στὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ἀμέσως μᾶς καταλαμβάνει ἕνας φόβος». Πράγματι ἔτσι λέει ἡ πείρα τῆς ζωῆς. Ὁ πιστὸς ὅμως δὲν συναντᾶ αὐτὴ τὴν δειλία. Καὶ σκεπτόμουν σήμερα πῶς θὰ νιώθουν αὐτοὶ οἱ πιστοί, οἱ μεγάλοι ἀγωνισταί, ποὺ ὁ Κύριος τους πληροφορεῖ -εἴτε ὁ Ἴδιος, εἴτε διὰ τῆς Θεοτόκου εἴτε διὰ τῶν Ἁγίων Του- ὅτι «ἐντὸς ὀλίγου θὰ σὲ πάρω». Σκεφθῆτε τί θὰ αἰσθάνωνται αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μέσα στὴν ψυχή τους! Τί ἀγαλλίασις θὰ πληρώνη τὴν ὕπαρξί τους, ὅταν θὰ ἐτοιμάζωνται νὰ μεταβοῦν πρὸς τὴν αἰωνιότητα! Αὐτὴν τὴν μεγάλη δωρεὰ ὁ Θεὸς δὲν τὴν παρέχει μόνο σὲ ὡρισμένους, ἀλλὰ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὴν ἐπιθυμοῦν. Καὶ ἔλεγα σήμερα μόνος μου: «Ἄραγε εἶναι δύσκολο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀξιώση καὶ μᾶς νὰ φθάσωμε στὴν εὐχάριστη αὐτὴ στιγμὴ καὶ νὰ ἀκούσωμε τὴν εὐφρόσυνη ἀγγελία;»2

Λέμε ὅτι ἀγαπήσαμε τὸν Θεόν… Τί εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις! Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατόν, ὅταν φθάνη ὁ θάνατος, νὰ μᾶς καταλαμβάνη δυστυχία καὶ σκότος, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς καὶ αἰωνιότης καὶ εἰρήνη ἄφραστος; Αὐτὸ τὸ θέμα τοῦ θανάτου δὲν τὸ ἔχομε πολὺ καλλιεργήσει μέσα μας καὶ δὲν φθάσαμε ἀκόμη στὸ σημεῖο νὰ ἔχωμε πλήρη τὴν συνείδησι τῆς ἀθανάτου ζωῆς καὶ τὴν πληροφορία τῆς αἰωνιότητος. Τὸ πιστεύομε, τὸ ξέρομε ὅλοι, ἀλλὰ δὲν τὸ ἀναμένομε ὡς ἕνα γεγονὸς εὐχάριστο, ἐνῶ γι’ αὐτὸ φύγαμε ἀπὸ τὸν κόσμο. γιὰ νὰ φθάσωμε σ’ αὐτὴ τὴν εὐφρόσυνο στιγμή, ν’ ἀναχωρήσωμε ἀπὸ τὸν παρόντα αἰώνα πρὸς τὸ μέλλοντα, πρὸς τὴν αἰωνιότητα.

«Ἀγαπήσατε τὸν Θεόν»! Πῶς τὸν ἀγαπᾶμε τὸν Θεό; Μόνο μὲ τὰ λόγια; Εἶναι δυνατὸν νὰ λέη ἕνας ἄνθρωπος «Ἀγαπῶ τὸν Θεὸν» καὶ τὰ ἔργα του νὰ εἶναι ἀνάποδα, ἀντίθετα ἀπὸ τὸν θεῖο νόμο; Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ πραγματώνη τὸ Εὐαγγέλιο; Ὅταν λέμε ὅτι πήραμε στὰ χέρια μας τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὑποσχεθήκαμε ὅτι θὰ τὸ πραγματώσωμε, τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πράγμα; Σημαίνει ὅτι θὰ ζήσωμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. θὰ τηρήσωμε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ θὰ τὸ ἐναποθέσωμε πάλι στὴν ἁγία Τράπεζα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁμολογώντας ὅτι μείναμε «πιστοὶ ἄχρι θανάτου», μὲ τοὺς λόγους: «Τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα. λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτὴς» (Β’ Τιμ. δ’, 7-8). Εἴθε νὰ ἀξιωθῆ ἡ ψυχή μας νὰ πῆ αὐτὸν τὸν λόγο πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὅ,τι καὶ νὰ κάνωμε, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουμε καὶ νὰ ἀγωνισθοῦμε, ἐὰν δὲν προσανατολισθοῦμε πρὸς τὴν αἰώνιο ζωὴ καὶ τὴν ἀνέσπερη βασιλεία, νομίζω ὅτι μέσα μας δὲν θὰ ἔχωμε τὴν πληροφορία τῆς σωτηρίας. Ὅταν τηρῶ τὰς ἐντολάς, ἡ συνείδησίς μου εἶναι ἀναπαυμένη ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε τὴν τελεία ἀνάπαυσι, εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς προσδοκίας τῆς ἀναχωρήσεώς μας καὶ ἡ δίψα αὐτῆς τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου.

Εἴδατε; Μόλις ἀκοῦμε τὴν λέξι «θάνατος», μᾶς πιάνει φόβος. Πρέπει ὅλοι ὅμως νὰ ἔχωμε δίψα θανάτου. ἰδιαίτερα οἱ μοναχοί, ἀλλὰ καὶ κάθε χριστιανός. Νὰ διψᾶμε αὐτὴν τὴν ὥρα τῆς μεταβάσεώς μας στὰ οὐράνια σκηνώματα. Αὐτὴν τὴν δίψα εἶχαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ αὐτὴν ἔχουν καὶ οἱ σημερινοὶ ἅγιοι καὶ εἰδικώτερα οἱ Ἁγιορεῖτες. Ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοὶ στὸν κόσμο καὶ οἱ ἐργᾶται τοῦ Εὐαγγελίου καὶ οἱ ἱεραπόστολοι, μὲ αὐτὴν τὴν δίψα τοῦ θανάτου πραγματώνουν τὸν θεῖο λόγο καὶ τελοῦν τὰ ἔργα τῆς πίστεως. μετακινοῦν ἀκόμη καὶ ὄρη. Καὶ ἐμεῖς, λοιπόν, διὰ τῆς πίστεως νὰ μετακινήσωμε τὴν ψυχή μας. Καὶ ἀπὸ τὸν ἅδη νὰ τὴν ἀνεβάσωμε στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς ἀνοίγη φωτεινοὺς ὁρίζοντας πίστεως καὶ ἀγάπης πρὸς Αὐτόν. Ἡ πίστις δὲν εἶναι ἁπλὸ πράγμα. οὔτε ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἄπειρες διαστάσεις. Ἐπειδὴ ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ, κατευθύνεται πρὸς τὸ ἄπειρο, πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ὅταν λέω «κατευθύνομαι πρὸς τὸν ἄπειρο», σημαίνει σκέπτομαι τὸν ἄπειρο Θεὸ καὶ τὴν μετάβασί μου στὴν αἰωνιότητα.

Ἀλλὰ πῶς θὰ ἀγαπήσω τὸν Θεόν; πῶς θὰ ἀνοίξω τὴν ψυχή μου πρὸς Αὐτὸν καὶ πῶς θὰ διαθέσω ὅλη μου τὴν ὕπαρξι στὴν ἀγάπη Του; Ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι διατεθειμένος νὰ θυσιάζεται γιὰ τὸν Θεόν, δὲν κάνει καὶ ἁμαρτίες. Ἔτσι δὲν εἶναι, παιδιά; Προσέχει τὸν λόγο του, προσέχει τὶς σκέψεις του, τὶς διαθέσεις του.

Μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει ὁ ὁρίζων τῆς ψυχῆς ἀμέσως καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται διάπλατος. Ἡ ὕπαρξίς του ἀμέσως εὐρύνεται, γιατί τείνει πρὸς τὸν ἄπειρο Θεὸν καὶ τὴν αἰώνιο ζωή. Αὐτὸν τὸν ἄπειρο Θεὸν ἀγαπήσαμε καὶ ξεκινήσαμε νὰ Τὸν συναντήσωμε. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἀναπαύει ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἐρημία. Δὲν μᾶς ἀναπαύει ὁ κόσμος καὶ τὰ τοῦ κόσμου, παρὰ μόνον ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἐρημία. Καὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ βασιλεύη στὴν ψυχή μας ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν λέγω «ἀγαπῶ τὸν Θεόν», ἡ καρδία μου πλαισιώνεται ἀμέσως μὲ εὐλογία. Ὁ Θεὸς -ὅπως ἔχομε συζητήσει πολλὲς φορὲς- εἶναι «ζηλότυπος» γιὰ κάθε ψυχή. Τὴν θέλει ὅλη δική Του. Θέλει δηλαδὴ νὰ τὴν δοξάση, θέλει νὰ τὴν γεμίση μὲ τὴν χάρι Του. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τῆς ἰδικῆς μας ἀγάπης. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος ἔχει ἄπειρον ἀγάπη καὶ ἀπερινόητον, θέλει τὴν ψυχὴ μας ὁλόκληρη κοντά Του. Ἐὰν ἐμεῖς τολμᾶμε νὰ λέμε ὅτι ἀγαπήσαμε τὸν Θεόν, ἀντιλαμβάνεσθε ποία εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς! Γι’ αὐτὸ πρέπει ἡ σκέψις μας νὰ εἶναι ὅλη τὴν ἡμέρα προσηλωμένη στὸν Θεό. Οὔτε τρίχα νὰ μὴν κάνωμε πέρα ἀπὸ τὴν δική Του ἀγάπη. Οὐδεμία ματιὰ νὰ ρίχνωμε πρὸς τὸν κόσμο. οὔτε ἀριστερά, οὔτε δεξιά. Μόνο τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς ἑλκύη. Τὸ βλέμμα μας νὰ ἀτενίζη διαρκῶς τὴν ἀντίπερα ὄχθη. Νὰ ἀναμένωμε τὴν εὐχάριστο διάβασι. ὄχι τὸν θάνατο τοῦ ἀφανισμοῦ καὶ τοῦ σκότους, ἀλλὰ τὴν διάβασι πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερο, πρὸς τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ αἰώνιο φῶς, τὴν λαμπρὰν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἄφατον λαμπρότητα τῆς βασιλείας Του. Μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μας νὰ ἔχωμε «συνόρασι» μετὰ τοῦ θείου ὀφθαλμοῦ. Νὰ θέτωμε τὸν ἑαυτό μας εἰς τὸν θεῖον ὀφθαλμὸν καὶ ἐκεῖ νὰ ἀναπαυώμεθα. Τότε θὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι γιὰ τὰ ἀνοίγματα εἰς τὸν ὁρίζοντα τῆς αἰωνιότητος.

Οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας περιέχουν τὶς εὐχὲς τῶν Πατέρων, ποὺ ἐκφράζουν ὅλα τὰ αἰτήματα τῆς ψυχῆς μας. Ἀλλὰ ἔχομε καὶ ἐμεῖς μία δική μας γλώσσα ὁ καθένας, μὲ τὴν ὁποία ἀναφέρομε τὰ μυστικά μας πρὸς τὸν Θεό. Θέλομε νὰ ὁμιλήσωμε μὲ τὸν πιστό μας Φίλο. Ἔτσι δὲν εἶναι; Τὸ θέμα τῆς διαβάσεώς μας εἶναι ἕνα μυστικό της ζωῆς. Καὶ θέλω νὰ τὸ συζητήσω ἀπὸ κοντὰ μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ μοῦ ἑτοιμάση τὴν ἐκδημία. Ἅπαξ καὶ ἀναμένω αὐτὸ τὸ Πάσχα τῆς ψυχῆς μου, δὲν θὰ πρέπη νὰ ἔχω οὐδεμία ἀνάπαυσι μέχρις ὅτου μιλήσω ἀπὸ κοντὰ μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ τακτοποιήση μέσα μου αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία, αὐτὴν τὴν λαχτάρα -νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι-.

Μὴ μὲ παρεξηγήσετε ποὺ λέγω «λαχτάρα» γιὰ τὸν θάνατο. Λαχταρῶ τὴν μετάβασι στὸν οὐράνιο κόσμο. Ἔτσι εἶναι! Γιατί ἐμεῖς, ποὺ πιστεύομε εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀσχολούμεθα μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἤλθαμε ἐδῶ πέρα ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ ταξίδι. Μᾶς ἀναμένει ὁ Θεός, ἡ ζωή, ἡ αἰωνιότης, ἡ μακαριότης! Δὲν πρέπει νὰ ἔχωμε οὐδένα δισταγμὸ γιὰ τὸν θάνατο, ἀλλὰ μία εὐχάριστη ἀναμονή, μία λαχτάρα πότε θὰ ἔλθη. Ὁ θάνατος δὲν μᾶς ξενίζει καθόλου. Εἶναι γιὰ μᾶς μία ἑορτή. Εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς μεταβάσεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἑορτάζομε τοὺς Ἁγίους τὴν ἡμέρα τῆς ἐκδημίας τους. Εἴδατε, ὁ Μέγας Βασίλειος 49 ἐτῶν ἀπέθανε. Παληκάρι ἀπέθανε. Ὅμως δὲν τὸν ἐνδιέφερε τίποτε. Εἶχε ἑτοιμάσει τὸ εἰσιτήριό του. Μπῆκε μέσα στὸ φεριμπὸτ καὶ πέρασε ἀπέναντι, στὴν ὄχθη τὴν οὐράνιο.

Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ φεύγη ποτὲ ἀπὸ τὸ μυαλό μας ὅτι θὰ πεθάνωμε. Ὄχι ἁπλῶς ἔχω φόβο, ἐπειδὴ θὰ πεθάνω. Οὔτε, ἐπειδὴ θὰ πεθάνω, προσέχω νὰ μὴν ἁμαρτήσω. Ὄχι τέτοια πράγματα! Νὰ ἑτοιμασθῶ καλύτερα, ν’ ἀγαπήσω τὴν διάβασι, γιατί ἀγαπῶ τὸν Θεό! Θέλω νὰ πάω νὰ Τὸν δῶ. Πῶς τὸ λένε; Θέλω νὰ Τὸν δῶ! Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε «ἐπιθυμίαν ἔχω ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι» (Φιλιπ. α’ 23). Ἤθελε νὰ Τὸν ἰδῆ, τέλος πάντων, καὶ νὰ Τοῦ ὁμιλήση πρόσωπον πρὸς Πρόσωπον.

Διότι, ἐὰν εἴμαστε ξεροὶ μοναχοὶ καὶ ὄχι μουσκεμένοι μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐχαριστίας, ἂν δὲν εἴμαστε δοσμένοι στὸν θεῖο ἔρωτα, ἐὰν δὲν εἴμαστε οἱ ψυχὲς οἱ ἐρῶσες τὸν Νυμφίο Χριστό, τί ἤρθαμε νὰ κάνωμε ἐδῶ πέρα; Νὰ κακομοιριάσωμε; -Ὄχι! Νὰ εἴμαστε οἱ ζωντανοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἀγρυπνοῦντες, οἱ «λαχταρισταὶ» τῆς διαβάσεως. Τότε πᾶνε περίπατο καὶ τὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ κόσμου καὶ οἱ μέριμνες τοῦ κόσμου καὶ οἱ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου. Ὅταν εἴμαστε προσηλωμένοι μόνο στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε εἴμαστε ἑνωμένοι καὶ ὅλοι μαζὶ μεταξύ μας. Νὰ μᾶς καίη αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ὁ ἔρωτας τῆς μεταβάσεως στὴν ἔπαυλι τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ!

Ἔχω ἔρωτα γι’ αὐτὸ τὸ ταξίδι! Ἐπιθυμῶ νὰ πάω ἐκεῖ πέρα! Ἐὰν τόσο ἐπιθυμοῦμε νὰ πᾶμε νὰ προσκυνήσωμε ἕναν ἅγιο τόπο, σκεφθῆτε πόσο περισσότερο πρέπει νὰ ἔχωμε αὐτὴ τὴ λαχτάρα γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι, ποὺ θὰ μᾶς φέρη στὴν ἁγία Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία «οὐ χρείαν ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης· ἡ γὰρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτὴν καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ Ἀρνίον», ὅπως γράφει ἡ Ἀποκάλυψις (Ἀποκ. κα’ 23). Αὐτὴ ἡ δόξα μᾶς ἀναμένει.

Πρέπει, λοιπόν, νὰ εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι, ὥστε ὁ θάνατος νὰ μὴ μᾶς ξενίση οὔτε νὰ μᾶς φοβίση. Ἀντιθέτως νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἐκδημία ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὴν ἐνδημία ἐκεῖ. Νὰ μᾶς ἀπασχολὴ ὁ ὡραῖος «μετεωρισμός». Ἐδῶ εἴμεθα, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ εὐρισκόμεθα νοητῶς. Νὰ ἐπιθυμήσωμε τὸν ζωηφόρο θάνατο. Αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι ζωή. Συνεχῶς νὰ μὲ ἀπασχολῆ πῶς θὰ κάνω τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, τὴν ἡμέρα τῆς κλήσεως τοῦ Κυρίου, ἡμέρα χαρᾶς καὶ ἑορτῆς! Τὴν ἔξοδό μας νὰ τὴν θεωροῦμε τὸ μεγαλύτερο πανηγύρι, τὴν πιὸ χαρμόσυνη ἡμέρα, ἐπειδὴ θὰ μεταβοῦμε εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ὄχι νὰ λυπηθῶ, ἐπειδὴ θὰ πεθάνω, ἀλλ’ ἀντιθέτως νὰ χαρῶ καὶ νὰ πῶ: «Δόξα Σοι ὁ Θεός! Δόξα Σοι ὁ Θεός, ποὺ μὲ κάλεσες νὰ φύγω!».
Εἶναι μία ἐργασία πολὺ λεπτὴ αὐτή. νὰ μπορέσωμε αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ νὰ ποῦμε: «Δόξα Σοι ὁ Θεός, ποὺ μὲ κάλεσες νὰ φύγω ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο, γιὰ νὰ ἀτενίζω τὴν δόξαν τοῦ προσώπου Σου στὴν αἰωνιότητα!».

Ἀλλὰ χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ αὐτὴ ἡ ἐργασία, ταπεινοφροσύνη μεγάλη καὶ ἀγάπη πολλὴ πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀγάπη δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε. Αὐτὸ εἶναι τὸ διαβατήριο γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι.

Ἂς ἔχωμε βεβαία τὴν ἐμπιστοσύνη εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Θὰ μᾶς ἐλεήση ὁ Κύριος. Ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου δὲν εἶναι ὑπόθεσις ἀπελπισίας καὶ ἀπογοητεύσεως, ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐλπίδα εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Θὰ μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός. Παρ’ ὅλη τὴν ἀναξιότητά μας, θὰ μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός! Νὰ ἔχωμε βεβαία τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πεποίθησι στὸ ἔλεος τοῦ οὐρανίου Πατρὸς καὶ νὰ σκεπτώμεθα τὴν συνάντησι μετὰ τοῦ Κυρίου. «Πότε θὰ ἔλθω, Κύριε, κοντά Σου; Πότε θὰ Σὲ ἰδῶ; Πότε τὸ Πρόσωπό Σου διηνεκῶς θὰ εὐφραίνη τὴν ψυχή μου;»
΄
Ἂς δουλέψωμε, λοιπόν, τὸ πέραν τοῦ τάφου… Ἂν εἶναι ὁ νοῦς μου συνεχῶς στὸν Θεό, δὲν ἁμαρτάνω. καὶ θὰ μπορέσω νὰ σπάσω αὐτὴ τὴν πύλη τοῦ θανάτου, ὥστε νὰ εἶναι ἀνοικτὴ σὲ μένα ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Νὰ στέκωμαι στὴν ἀκτὴ τῆς παρούσης ζωῆς καὶ ἐκεῖ νὰ ἔχω στημένο τὸ ἐκτοξευτήριο, ἀπ’ ὅπου θὰ πετάξω πλέον μὲ χαρὰ στὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα… Γιατί θὰ φύγωμε ἀπὸ τὸν βίο ἀπότομα… Μᾶς ἀναμένει ὁ Κύριος… Μᾶς ἀναμένει…

Μᾶς ἀναμένει…. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀνεκλάλητη χαρά, ἡ αἰώνιος Ζωή, ἡ καυστικὴ γλυκύτης, ἡ τρισήλιος δόξα! Εὐχηθῆτε στὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώση χριστιανὰ τὰ τέλη. νὰ πεθάνω ὄρθιος καὶ νὰ μὲ ἀξιώση νὰ πεθάνω γιὰ τὴν ἀγάπη Του.

Ὁ θάνατος εἶναι ἐλευθερία! Νὰ ἔχωμε εὐφροσύνη ὅταν σκεπτώμεθα τὸν θάνατο. Αὐτὸ θὰ βοηθήση ἐμᾶς προσωπικά, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐκκλησία.




1. Ὁμιλία τοῦ Πατρὸς Δαμασκηνοῦ πρὸς τὰς ἀδελφὰς τῆς Ι. Μ. Ἁγ. Ἰωάννου, τὴν 23ην Αὐγούστου 1984.

2. Πράγματι ὁ Θεὸς ἐξεπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντα. Λίγες ἡμέρες πρὸ τῆς ἐκδημίας του ἔλαβε τὸ οὐράνιο μήνυμα τῆς ἀναχωρήσεώς του.



www.agiazoni.gr

Μέθοδος διάγνωσης του αυτισμού σε 15 λεπτά



Σε δύο χρόνια ενδέχεται να είναι έτοιμο το τεστ ανάλυσης του εγκεφάλου μέσω μαγνητικής τομογραφίας που θα οδηγεί σε διάγνωση του αυτισμού. Η εξέταση, που αποτελεί ένα πιο αντικειμενικό βιολογικό τεστ σε σχέση με τα τωρινά, θα μπορεί να γίνει από κανονικούς τομογράφους που θα χρησιμοποιούν ειδικό λογισμικό.

Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής του King's College του Λονδίνου χρησιμοποίησαν ειδικό λογισμικό αναγνώρισης ανεπαίσθητων δομικών μεταβολών στην φαιά ουσία του εγκεφάλου των αυτιστικών (κυρίως στις περιοχές εκείνες που συνδέονται με τη γλώσσα και την κοινωνική συμπεριφορά), πετυχαίνοντας έτσι να εντοπίσουν έγκαιρα τα αυτιστικά άτομα σε ποσοστό 90%. Η τεχνική αυτή μπορεί να οδηγήσει στην υιοθέτησή της για τον πρόωρο έλεγχο των παιδιών.

Ο αυτισμός, που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα διαταραχών, πλήττει περίπου έξι έως επτά άτομα στα χίλια και προκαλείται από ανωμαλίες στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, οι οποίες σε ένα βαθμό έχουν γενετική αιτιολογία. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι από ήπια έως σοβαρά, όμως εκτιμάται ότι περίπου οι μισοί άνθρωποι που έχουν αυτισμό, δεν έχουν την κατάλληλη διάγνωση. Αν και η πάθηση θεωρείται ότι δεν θεραπεύεται, μια έγκαιρη διάγνωσή της επιτρέπει την πρόωρη έναρξη θεραπείας και μπορεί να βοηθήσει αρκετά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του αυτιστικού

Επιμέλεια: Παύλος Διονυσόπουλος


www.zougla.gr

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Βίος τοῦ ἁγίου ἐνδόξου 
ἀποστόλου 
Τιμοθέου ἐκ τῶν Ο´


Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Τιμόθεος κατήγετο ἐκ Λύστρων τῆς Λυκαονίας. Ὁ πατήρ του, Ἕλλην εἰδωλολάτρης, κατεῖχεν ἐξέχουσαν κοινωνικὴν θέσιν. Ἡ μήτηρ του Εὐνίκη καὶ ἡ μάμμη του Λωῒς ἦσαν Ἰουδαῖαι, ἁσπασθεῖσαι τὸν Χριστιανισμόν. Ὁ Τιμόθεος εἶχε τὴν εὐτυχίαν νὰ γαλουχηθῇ παρ᾿ αὐτῶν εἰς τὰ Εὐαγγελικὰ νάματα καὶ νὰ μορφωθῇ χριστιανοπρεπῶς (Β´ Τιμ. Α´, 5· Γ´ 15). Νεώτατος τὴν ἡλικίαν ἧτο ἤδη γνωστὸς εἰς ὅλους τοὺς χριστιανούς τῶν Λύστρων καὶ τοῦ Ἰκονίου διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὸν ζῆλον του. (Πράξ. ΙΣΤ´, 1-2).

Ὅτε ἦλθεν ὁ Παῦλος εἰς Λύστρα κατὰ τὴν πρώτην ἀποστολικὴν ὁδοιπορίαν του μετὰ τοῦ Βαρνάβα, ἐγνωρίσθη μετὰ τοῦ νεαροῦ Τιμοθέου, ἐφιλοξενήθη εἰς τὸν οἶκόν του καὶ προσείλκυσεν αὐτὸν εἰς τὸν Χριστιανισμόν. Ἐπειδὴ ὁ Τιμόθεος ἧτο Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ὑπεβλήθη ὑπὸ τοῦ Παύλου εἰς περιτομήν, ἵνα μὴ δοθῇ λαβὴ εἰς τοὺς ἐν τῇ πόλει Ἰουδαΐζοντας χριστιανοὺς νὰ διαβάλουν τὴν ἀποστολικότητά του καὶ τὴν γνησιότητα τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ Τιμόθεος δὲν ἤργησε νὰ συνδεθεῖ μετὰ τοῦ Παύλου, τὸν ὁποῖον ἠκολούθησεν ἔπειτα εἰς τὰς ἀποστολικὰς ὁδοιπορίας του «καθάπερ ἀστὴρ ἡλίῳ», γενόμενος «σύσκηνος αὐτῷ καὶ τὸ πᾶν ὁμοδίαιτος». Συμμεριζόμενος τὰς κακουχίας καὶ τὰς ταλαιπωρίας τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου τοῦ Παύλου καὶ συγκακοπαθῶν ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀνεδείχθη ἀντάξιος τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὁ ὁποῖος μετὰ πολλῆς στοργῆς προνοεῖ περὶ τῆς σοβαρῶς κλονισθείσης ὑγείας του. Βραδύτερον ἐχειροτονήθη ὑπὸ τοῦ Παύλου διάκονος. Κατὰ τὴν τρίτην ὁδοιπορίαν ὁ Τιμόθεος ἦλθε μετὰ τοῦ Παύλου εἰς Ἔφεσον, ὁπόθεν ἀπεστάλη μετὰ τοῦ Ἐράστου εὶς Μακεδονίαν. Ἐκεῖ συνηντήθη μετὰ τοῦ Παύλου, τὸν ὁποῖον συνώδευσεν εἰς Κόρινθον, Τρωάδα καὶ Ἱεροσόλυμα, εἶτα δὲ εἰς Ῥώμην, ὅπου ἔλαβον χώραν τὰ πρῶτα δεσμὰ τοῦ Παύλου. Μετ᾿ αὐτοῦ πιθανώτατα ἐφυλακίσθη καὶ ὁ Τιμόθεος, ἀπελευθερωθεὶς ἀργότερον (Ἑβρ. ΙΓ´, 23). Κατὰ τὴν τετάρτην ὁδοιπορίαν ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος ὑπὸ τοῦ Παύλου εἰς νεαρὰν ἡλικίαν, περὶ τὸ 60 μ.Χ., χρηματίσας πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Ὀλίγoν πρὸ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Παύλου ἦλθεν ἐκ νέου εἰς Ρώμην πρὸς συνάντησίν του.

Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Παύλου καὶ τὴν ἅλωσιν τῆς Ἱερουσαλὴμ (70 μ.Χ.) ἦλθεν ἐκ Παλαιστίνης καὶ ἐγκατεστάθη εἰς Ἔφεσον ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅπου συνεδέθη μετὰ τοῦ Τιμοθέου, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε φίλος, διδάσκαλος καὶ συνεργός, παρέμεινε δὲ ἐκεῖ μέχρι τοῦ 96 μ.Χ., ὅτε ἐξωρίσθη εἰς Πάτμον κατὰ τὸν ἐπὶ αὐτοκράτορος Δομετιανοῦ (81-96 μ.Χ.) ἐγερθέντα σφοδρὸν κατὰ τῶν χριστιανῶν διωγμόν.

Ὁ Τιμόθεος ἐν Ἐφέσῳ εἶχε νὰ ἀντιπαλαίσῃ κατὰ φανατικῶν εἰδωλολατρῶν. Ἤδη πρὸ αὐτοῦ ὁ Παῦλος ἐκινδύνευσε σοβαρῶς, διωχθεὶς ὑπὸ τοῦ εἰδωλοποιοῦ Δημητρίου καὶ «κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησεν ἐν Ἐφέσῳ» (Α´ Κορινθ. ΙΕ´ 32). Εἰς Ἔφεσον ἐλατρεύετο ἡ Ἄρτεμις καὶ κατὰ τὰς πρὸς τιμήν της πανδήμους ἑορτὰς ἐλάμβανον χώραν ἀνήκουστα ὄργια, τὰ ὁποῖα δικαίως ἐξήγειρον τὴν ψυχὴν τοῦ Ἀποστόλου. Κατὰ τὴν τοιαύτην πανήγυριν, ὀνομαζομένην Καταγώγιον, τὸ ἔτος 97 μ.Χ., οἱ Ἐφέσιοι εἰδωλολάτραι περιήρχοντο μετημφιησμένοι καὶ μὲ προσωπίδας τὴν πόλιν, φέροντες μικρὰ εἴδωλα εἰς χεῖρας καὶ προβαίνοντες εἰς πλεῖστα ὄργια, ἐγκλήματα καὶ ἀσελγείας καθ᾿ ὁδόν. Ὁ Τιμόθεος ἐπιχειρήσας νὰ ἐμποδίσῃ αὐτούς ἐν μέσῃ ὁδῷ καὶ ἐλέγξῃ τὴν πλάνην των, ὑπέστη σφοδρὸν καὶ ἀνηλεῆ λιθοβολισμόν ἐκ μέρους τοῦ μαινομένου πλήθους, συνεπείᾳ τοῦ ὁποίου κατέπεσεν αἱμόφυρτος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους. Οἱ εἰδωλολάτραι τότε μὲ μεγαλυτέραν λύσσαν ἔτυπτον διὰ λίθων καὶ ῥοπάλων τὸν Ἅγιον, τὸν ὀποῖον ἐχλεύαζον καὶ ἔσυρον ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς πόλεως. Ὁ Τιμόθεος μετὰ καρτερίας ὑφίστατο τὸ μαρτύριον, εὐχαριστῶν τὸν Κύριον, διότι τὸν ἠξίωσε νὰ προσφέρῃ τὴν ζωήν του ὑπὲρ Ἐκείνου καὶ νὰ γίνῃ πιστὸς «ἄχρι θανάτου».

Ἐν τέλει ἐγκαταλειφθεὶς ἡμιθανής, περσυνελέγῃ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν ὑπὸ χριστιανῶν καὶ μετεκομίσθῃ κρύφα πέραν τοῦ λιμένος τῆς πόλεως. Τὸ ἀσθενικὸν σῶμα τοῦ μάρτυρος ἐξαντληθὲν τελείως ἐκ τῶν κακώσεων καὶ τῶν τραυμάτων ὑπέκυψε καὶ ἡ παρθενικὴ ψυχὴ τοῦ ἁγίου τούτου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ αὐτό μαρτυρικὸν τέλος μὲ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανον, ἔσπευσεν εἰς συνάντησιν τοῦ ουρανίου αὐτῆς Νυμφίου, τὴν 22αν Ἰανουαρίου τοῦ 97μ.Χ., ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Δομετιανοῦ, ἢ κατ᾿ ἄλλην ἐκδοχήν, ἐπὶ Νέρβα, ἀνθυπατεύοντος τῆς Ἀσίας τοῦ Περεγρίνου.

Τὸ ἱερὸν σκῆνος τοῦ Ἁγίου ἐνεταφιάσθη ὑπὸ τῶν χριστιανῶν εἰς τόπον καλούμενον ὑπὸ τῶν Ἐφεσίων πίονα, ἐκεῖθεν δὲ διεκομίσθη τὸ ἱερόν του λείψανον εἰς Κωνσταντινούπολιν, τὸ 356 μ.Χ., ἐπὶ αὐχοκράτορος Κωνσταντίου, υἱοῦ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐναποτεθὲν ὑπὸ τὴν ἁγίαν Τράπεζαν τοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, ὁμοῦ μετὰ τῶν λειψάνων τῶν Ἀποστόλων Ἀνδρέου καὶ Λουκᾶ, «ἵνα ὥσπερ αὐτοῖς κοινὰ γέγονε πάντα, ὁ τρόπος, ἡ μαθητεία, τὸ κήρυγμα, κοινὸς γένηται καὶ ὁ τάφος, ἐπεὶ κοινὴ τούτων καὶ ἡ ἐκεῖθεν κατάπαυσις», κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Συμεῶνος τοῦ Μεταφραστοῦ.

Ὅταν ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἐπανῆλθεν ἐκ τῆς ἐξορίας, ἐπὶ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ, μὲ πολλὴν ὁδύνην ἐπληῥοφορήθη τὸν μαρτυρικὸν θάνατον τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ του Τιμοθέου καί, ἵνα μὴ παραμείνῃ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ Ποιμένος, διεδέχθη τοῦτον εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον Ἐφέσου, παραμείνας ὡς ἐπίσκοπος αὐτῆς ἀπὸ τοῦ ἔτους 97 μέχρι τοῦ τέλους του (101 μ.Χ.). Κατὰ μίαν παράδοσιν, ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος παρέστη ἐν Γεθσημανῇ κατὰ τὴν κηδείαν τῆς Θεομήτορος ὁμοῦ μετὰ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων.

Πρὸς τὸν Τιμόθεον ὁ Παῦλος ἔγραψε δύο ἐπιστολάς, τὴν πρώτην ἐκ Λαοδικείας καὶ τὴν δευτέραν ἐκ Ῥώμης, παρέχων σημαντικὰς ὑποθῆκας διὰ τὸ ἔργον τοῦ ποιμένος, ἐξ οὖ καὶ Ποιμαντορικαὶ ὠνομάσθησαν. Τὸ ὄνομα τοῦ Τιμοθέου ὡς ἀποστολέως καὶ συγγραφέως ἀναφέρεται μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Παύλου εἰς τὴν ἀρχὴν ἓξ ἐπιστολῶν αὐτοῦ (Β´ Κορινθίους, Φιλιππησίους, Κολασσαεῖς, Α´ Θεσσαλονικεῖς καὶ πρὸς Φιλήμονα).

Τὸν Τιμόθεον ἀποκαλεῖ ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς του ὁ Παῦλος «ἀδελφόν» (Β´ Κορινθ. Α´ 1, Κολασσ. Α´1, Φιλημ. 1) «δοῦλον Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Φιλημ. Α´ 1) «συνεργὸν» αὐτοῦ (Α´ Κορινθ. ΙΣΤ´ 21), «ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ» (Α´ Τιμοθ. ΣΤ´ 11) «γνήσιον τέκνον ἐν πίστει» (Α´ Τιμοθ. Α´ 2) καὶ ἀγαπητὸν τέκνον» (Β´ Τιμοθ. Α´ 2).

Προτρέπει δὲ τοὺς Κορινθίους ὡς ἑξῆς· «Ἐὰν δὲ ἔλθῃ Τιμόθεος, βλέπετε ἵνα ἀφόβως γενήται πρὸς ὑμᾶς· τὸ γὰρ ἔργον Κυρίου ἐργάζεται ὡς καὶ ἐγώ» (Α´ Κορινθ. ΙΣΤ´ 10-11), καὶ ἀλλαχοῦ γράφει: «Ἔπεμψα ὑμῖν Τιμόθεον, ὃς ἐστί τέκνον μου ἀγαπητόν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ, ὃς ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς μου τὰς ἐν Χριστῷ» (Α´ Κορινθ. Δ´ 17). Εἰς δὲ τοὺς Φιλιππησίους λέγει: «Ἐλπίζω δὲ ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ Τιμόθεον ταχέως πέμψαι ὑμῖν, ἵνα κἀγὼ εὐψυχῶ, γνοὼς τὰ περί ὑμῶν· οὐδένα γὰρ ἔχω ἰσόψυχον ὅστις γνησίως τὰ περὶ ὑμῶν μεριμνήσει… τὴν δὲ δοκιμὴν αὐτοῦ γιγνώσκετε, ὅτι ὡς πατρὶ τέκνον, σὺν ἐμοὶ ἐδούλευσεν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον» (Φιλιπ. Β´ 19-22). Ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς Θεσσαλονικεῖς χαρακτηριστικῶς παρατηρεῖ: «Ἐπέμψαμεν Τιμόθεον τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾶς καὶ παρακαλέσαι ὑμᾶς περὶ τῆς πίστεως ὑμῶν» (Α´ Θεσσαλ. Γ´ 2).

Ἐξ ὅλων τούτων καταφαίνεται ὁποίαν ἐκτίμησιν καὶ ἀγάπην πρὸς τὸν Τιμόθεον εἶχεν ὁ Παῦλος, ἀλλὰ καὶ πόσην ὑπὲρ πάντα πολύτιμον βοήθειαν προσέφερεν οὗτος εἰς τὸν μέγαν Ἀπόστολον τῶν ἐθνῶν καὶ εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὅθεν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συμπεραίνει, ὅτι οὐκ ἦν οὕτω ζηλωτὸς ὁ Τιμόθεος, εἰ Παύλου τέκνον ἦν φύσει, ὥς ἐστι θαυμαστὸς νῦν, ὅτι κατὰ σάρκα μηδὲν αὐτῷ προσήκων, διὰ τῆς κατὰ τὴν εὐλάβειαν συγγενείας εἰς τὴν υἱοθεσίαν εἰσήγαγεν ἑαυτὸν τὴν ἐκείνου μετὰ ἀκριβείας τοὺς χαρακτῆρας τῆς ἐκείνου φιλοσοφίας διασώζων ἐν ἅπασι» (Migne E π. Τόμ. 49, σελ.20).

Ὁ Τιμόθεος εἶναι μία ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων προσωπικοτήτων τῆς Καινῆς Διαθήκης, διεδραμάτισε δὲ μεγάλον ρόλον εἰς τὴν διάδοσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ κατὰ τὸν α´ αἰῶνα. Πράγματι ὑπῆρξε μία τῶν ἐκλεκτοτέρων καὶ συμπαθεστέρων φυσιογνωμιῶν, ἐξ ὅσων ἐγνώρισεν ὁ χριστιανικὸς κόσμος κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους.

Ὁ Τιμόθεος δὲν ἦτο μόνον ἀπαράμιλλος συνέκδημος καὶ συνεργὸς τοῦ Παύλου. Ὁ ἔνθεος ζῆλος του καὶ ὁ πλοῦτος τῶν ἀρετῶν του, ἡ σύνεσις, ἡ παρουσία καὶ τὸ θάρρος του, ἡ παρθενικὴ ἁγνότης καὶ ἡ ἀσκητικότης τοῦ βίου του, τὸν ἀνέδειξαν πρῶτον Ἐπίσκοπον μιᾶς τῶν ἑπτὰ Ἐκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ ἐξελιχθῇ εἰς μέγα ἐκκλησιαστικόν κέντρον τῆς κατὰ Ἀνατολὰς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὑπέροχον Ποιμένα καὶ δεξιὸν Κυβερνήτην τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄριστον πρότυπον καὶ ὑπογραμμὸν ὄχι μόνον παντὸς κληρικοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν ἐν γένει. Ὁ Ἀπόστολος καὶ Ἱεράρχης Τιμόθεος ἀνεδείχθη διὰ τοῦ μαρτυρίου του καὶ θαυματουργὸς Ἱερομάρτυς, τοσαύτης δὲ χάριτος ἀπήλαυεν, ὥστε καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον πλεῖστα ἐτέλει θαύματα, «τὰ δὲ ὀστᾶ καὶ τὰ λείψανα αὺτοῦ δαίμονας ἀπήλαυνεν» (Ἱ. Χρυσοστ. ἐν Migne, 49, 18-19). Ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς τὸν ἀποκαλεῖ «χορηγὸν θαυμάτων, χαρίτων ταμίαν, θησαυρὸν ἀκένωτον, πλοῦτον μή δαπανώμενον».

Πηγή: Ἀκολουθία καὶ Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τιμοθέου ἐκ τῶν Ο´, ὑπὸ Ἀρχιμ. Τιμοθέου Ματθαιάκη, Ἀθῆναι 1951.



www.pemptousia.gr