Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Ἁγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης - Ἡγουμένη Ταϊσία


Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης

 





π. Ἰωάννης: Γιατί μοῦ ζήτησες μὲ τόση ἐπιμονὴ νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ μοναστήρι σας; Συναντηθήκαμε καὶ μιλήσαμε. Δὲν σοῦ φτάνει αὐτό;


ἡγ.Ταϊσία: Μπάτουσκα, σοῦ ζητῶ νὰ ἔλθης, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσω μαζί σας καὶ νὰ σᾶς ἰδῶ μὲ τὰ ἴδιά μου τὰ μάτια. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐγὼ εἶχα αὐτὴν τὴν εὐτυχία, θέλω νὰ ἔχουν τὴν ἴδια τύχη καὶ οἱ ἀδελφές μου. Ἂν δὲν χρησιμοποιήσω ὅλα τὰ διαθέσιμα μέσα γιὰ νὰ τὸ καταφέρω αὐτό, τότε θὰ τὸ ἔχω βάρος στὴν συνείδησή μου, ἂν ὅμως ἐγὼ καταβάλω κάθε δυνατὴ προσπάθεια καὶ σεῖς ἐξακολουθήσετε νὰ ἀρνῆσθε, τότε δὲν θὰ ἔχω νὰ δώσω λόγο στὸν Θεό.


π. Ἰωάννης: Ἄ! γι’ αὐτὸ λοιπόν! Γι’ αὐτὸ πᾶμε στὸ μοναστήρι!

ἡγ.Ταϊσία: Εἶχα τὴν ἐλπίδα, Μπάτουσκα, ὅτι θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς ἀνοίξω ὅλη μου τὴν ψυχή. Πάντα ἤθελα νὰ τὸ κάνω αὐτό, γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ τὴν ἰδῆτε σὰν κάτι τὸ συγκεκριμένο καὶ νὰ μοῦ δείξετε αὐτὸ ποὺ χρειάζεται. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς συνομιλίας μου μαζί σας.
Πολλὲς φορὲς συμβαίνει νὰ μὴ γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ὑποχωροῦμε στὶς ἀδυναμίες μας. Ἐκτὸς αὐτοῦ, βλέπω ὅτι ἐσεῖς εἶσθε ἕνας ἄνθρωπος προικισμένος μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐνοικεῖ σὲ σᾶς.


π. Ἰωάννης: Σέ μᾶς τοὺς ποιμένες δίδεται μία ἰδιαίτερη χάρη γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν, πού μᾶς ἔχουν ἐμπιστευθῆ. Αὐτὴ ἡ χάρη φωτίζει καὶ τὴν γνώση μας στὸν βαθμό, ὅπου χρειάζεται.


ἡγ.Ταϊσία: Ναὶ Μπάτουσκα. Δὲν ἔχουν ὅμως ὅλοι οἱ ποιμένες τὸ ἴδιο ποσοστὸ χάρης. Νομίζω πὼς ἡ χάρη δίδεται στὸν καθένα κατὰ τὸ μέτρο τῆς προσωπικῆς του ἱκανότητος νὰ τὴν δεχθῆ. Ἐσεῖς εἶσθε ἰδιαίτερα προικισμένος μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μέσω αὐτοῦ μιλᾶτε στὸν λαό. Τὸ ἔχω προσέξει αὐτὸ ἀπὸ πολὺ καιρὸ τώρα.

π. Ἰωάννης: Ἂν μπόρεσες νὰ παρατηρήσεις καὶ νὰ κατανοήσης τὴν πνευματικότητα ἑνὸς ἀνθρώπου, τότε δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ἀμφιβάλλωμε ὅτι χρειάζεται πίστη, γιατί ὁ ἐχθρὸς ταράζει τὶς ψυχές μας μὲ ἀμφιβολία καὶ ἀπιστία, γιὰ νὰ μᾶς στερήση τὴν εἰρήνη.

ἡγ.Ταϊσία: Ἐσεῖς ἔχετε τὴν εὐκαιρία νὰ βλέπετε πολὺ κόσμο, νὰ μαθαίνετε τὶς διάφορες ἀνάγκες του, τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἐλλείψεις του καὶ γενικὰ ὅλα, ὅσα σᾶς ἐμπιστεύεται αὐτὸς ὁ κόσμος.

π. Ἰωάννης: Ναὶ ἀγαπητή μου. Ἀναγκάζομαι ν’ ἀκούω τὶς ἐξομολογήσεις πολλῶν ἀνθρώπων. (Ἐδῶ ὁ Μπάτουσκα ἀναστέναζε βαθειά).

ἡγ.Ταϊσία: Μήπως αὐτό σᾶς εἶναι δύσκολο μερικὲς φορές;


π. Ἰωάννης: Δὲν εἶναι εὔκολο, ἀλλ’ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ νόημα τῆς ἐντολῆς. Ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν. (Ρωμ. 15:1). Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ δὲν εἶναι εὔκολη στὴν πραγματοποίησή της καὶ ἀναφέρεται κυρίως στοὺς ποιμένες.

ἡγ.Ταϊσία: Ἔχετε μήπως τὴν εὐκαιρία νὰ συναντᾶτε καὶ ἅγιες ψυχές, τέλειες;

π. Ἰωάννης: Ἡ τελείωσή μας εἶναι ἐκεῖ (καὶ ἔδειξε τὸν οὐρανό) καὶ ἕνας μόνον εἶναι ἅγιος, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.

ἡγ.Ταϊσία: Μπάτουσκα, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζῆ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σαρκίο δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὰ πάθη, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς παγίδες, ποὺ τὸν περιτριγυρίζουν παντοῦ σ’ ὅλον τὸν κόσμο…

π. Ἰωάννης: Φυσικά, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐλεύθερος παθῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς χρειάζεται νὰ ἐπαγρυπνοῦμε μὲ ἔνταση καὶ ἐπιμονή. Τὴν στιγμὴ τοῦ πειρασμοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὰν νὰ τοποθετῆται σὲ ζυγαριὰ - πρὸς τὰ ποῦ θὰ κλίνη; Ὁ ἐχθρὸς τὸν σπρώχνει στὸν ὄλεθρο, ἐνῶ κάποιος ἄγγελος καθὼς καὶ ἡ συνείδησή του τὸν συγκρατοῦν. Αὐτὴν τὴν ὥρα πρέπει νὰ ὁπλίζεται κανεὶς μὲ τὸν φόβο τῶν βασάνων τῆς κολάσεως. Χρειάζεται ἐπίσης νὰ προσθέση καὶ τὶς μυστικὲς προσευχὲς τῆς καρδιᾶς του, γιατί χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχομε ἀρκετὴ δύναμη νὰ καταπολεμήσωμε τοὺς πειρασμούς.

ἡγ.Ταϊσία: Ὅταν νήφη κανείς, τότε ἀκόμη καὶ ἡ παραμικρὴ ἀπόκλιση ἀπὸ τὸν Θεό, θελητὴ ἡ ἀθέλητη κλίνει τὴν ζυγαριὰ τῆς ψυχῆς καὶ καταστρέφει τὴν εἰρηνική της κατάσταση (Φυσικὰ μιλῶ ἀπὸ δική μου πεῖρα) κι ὅταν χαθῆ ἡ εἰρήνη, ἐπέρχεται ἀναταραχή, ἐνόχληση καὶ ἀπογοήτευση. Ὤ, πόσο σκληρὸ εἶναι αὐτὸ μερικὲς φορὲς γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ πόσο δύσκολο εἶναι νὰ ἐπανέλθη πάλι στὴν εἰρηνική της κατάσταση!

π. Ἰωάννης: Ἐκείνη τὴν στιγμὴ εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητο νὰ ὑπάρξη ἄμεση καὶ μυστικὴ μετάνοια "Κεκράξεται πρὸς με καὶ εἰσακούσομαι αὐτοῦ." (Ψαλμ. 90:15). Ὁ Κύριος γνωρίζει τὶς ἀδυναμίες μας καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ μᾶς τὰ συγχωρήση ὅλα, ἂν μετανοήσωμε καὶ ζητήσωμε συγχώρηση. Εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητο νὰ μὴ σκληρυνθῆ ἡ καρδιά μας, δηλαδὴ νὰ μὴ διστάσωμε στὴν σκέψη τῆς ἁμαρτίας, ποὺ διαπράξαμε ἀλλὰ νὰ μετανοήσωμε ἀμέσως μὲ τὴν σκέψη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Τότε, δὲν θὰ ὑπάρξη ταραχὴ ἡ ἐνόχληση, ἀλλὰ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς καὶ ταπεινοφροσύνη, ποὺ ὁ Θεὸς "οὐκ ἐξουδενώσει" (Ψαλμ. 50:17).

ἡγ.Ταϊσία: Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ διατηρήση τὴν εἰρηνικὴ σχέση τῆς ψυχῆς του μὲ τὸν Θεό, πού ἀποκαταστάθηκε μὲ τὰ Μυστήρια, τὴν μυστικὴ μετάνοια ἤ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ;

π. Ἰωάννης: Τίποτε δὲν διατηρεῖ τὴν εἰρήνη, ποὺ συνίσταται στὴν ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό, ὅσο ἡ νήψη. Γενικὰ αὐτός, ποὺ ζῆ ζωὴ πνευματικὴ καὶ εἶναι ζηλωτὴς τῆς σωτηρίας, πρέπει ἀκούραστα νὰ νήφη, νὰ παρακολουθῆ δηλαδὴ ὅλες τὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ του.
Αὐτὸν τὸν παρατηρεῖ προσεχτικὰ ὁ ἐχθρός, ποὺ θέλει νὰ τὸν πιάση, ὅταν βρῆ ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα, δηλαδὴ σὲ μία στιγμή, ποὺ ὁ νοικοκύρης δὲν προσέχει, καὶ τότε ὁρμᾶ ἀμέσως μέσα, συμπεριφέρεται σὰν ἰδιοκτήτης τῆς ψυχῆς καὶ μπορεῖ νὰ προκαλέση μεγάλο κακό.


ἡγ.Ταϊσία: Πόσο ἄσχημο εἶναι τὸ συναίσθημα, ποὺ νοιώθει κανεὶς μέσα του, ὅταν, ἀφοῦ καθαρισθῆ καὶ ἀποκαταστήση τὴν σχέση του μὲ τὸν Θεό, ἡ ψυχὴ του διακόπτει καὶ πάλι αὐτὴν τὴν σχέση!


π. Ἰωάννης: Σὲ μία καθαρὴ καὶ ἄσπρη ἐπιφάνεια φαίνεται ἀκόμη κι ὁ παραμικρότερος λεκές. Τὸ ἴδιο μποροῦμε νὰ εἰποῦμε ὅτι ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ψυχή. Σὲ μία μαύρη ὅμως καὶ ἀκάθαρτη ἐπιφάνεια ὁ λεκὲς δὲν φαίνεται, γιατί ὅλη εἶναι σκοτεινὴ καὶ ἀκάθαρτη. Ἔτσι λοιπὸν προκύπτει ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ νήφωμε καὶ νὰ ἔχωμε ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ καὶ ἐσωτερικὴ προσευχή.

ἡγ.Ταϊσία: Ναί, μπάτουσκα, τείνει κανεὶς νὰ πιστέψη ὅτι δύσκολα μπορεῖ νὰ κρατηθῆ σ’ αὐτὸν τὸν δρόμο, ἂν ἡ ζωὴ τὸν ἔχη ρίξει μέσα σὲ ἀδιάκοπες σκοτοῦρες, ἔστω κι ἂν αὐτὲς εἶναι ἀθῶες - ὅπως εἶναι π.χ. οἱ φροντίδες κάποιου, ποὺ ἔχει τὴν εὐθύνη ἄλλων, ἀλλὰ ἀγωνίζεται ταυτόχρονα νὰ ἔχη καὶ νήψη.

π. Ἰωάννης: Ναί, εἶναι δύσκολο, ἀλλὰ τί καλὸ μπορεῖ νὰ ἀποκτηθῆ χωρὶς ἀγῶνα; Στὸ κάτω-κάτω, ἂν τὸ ἰδοῦμε ἀπὸ μίαν ἄλλη ἄποψη, μήπως ἡ σωτηρία μας δὲν βρίσκεται στὸν ἀγῶνα μας, μήπως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποκτᾶται διὰ τῆς βίας; "Ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν." (Ματθ. 11:12). Δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ ὑποχρεώνωμε τὸν ἑαυτό μας πιεστικὰ καὶ νὰ ἀγωνιζώμαστε, νὰ δίνωμε μάχες καὶ νὰ ἐπιτυγχάνουν μόνον αὐτοί, ποὺ ἔχουν τὸν μεγαλύτερο ζῆλο. Ἐδῶ χρειάζεται προσευχή.

ἡγ.Ταϊσία: Πάτερ, δίδαξε μὲ πῶς νὰ προσεύχωμαι.

π. Ἰωάννης: Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ πιὸ ἁπλὸ καὶ ταυτόχρονα τὸ πιὸ δύσκολο πρᾶγμα. Τὸ παιδὶ παρακαλεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο. Ζητᾶ ὅ,τι θέλει ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του. Εἴμαστε κι ἐμεῖς παιδιὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός, γιατί λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ κάνωμε διαφορετικά; Πρέπει νὰ τοῦ ποῦμε τὶς ἀνάγκες μας, ὅπως τὶς νοιώθομε καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ τοῦ ἀνοίξωμε τὴν καρδιά μας. "Ἐγγὺς Κύριος πᾶσι τοὶς ἐπικαλουμένοις αὐτὸν ἐν ἀληθείᾳ… καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται (Ψαλμ. 144:19, 20). Καὶ πάλι σᾶς λέγω "ἐλεύσομαι" (11 Σαμ. 17:2).
Ὤ, πόσο μεγάλο εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς! Ἀλλὰ ταυτόχρονα πρέπει νὰ εἴμαστε φρόνιμοι καὶ προσεκτικοί, νὰ τηροῦμε τὸν νοῦ μας μακριὰ ἀπὸ περισπασμούς, μετεωρισμοῦ καὶ μάταιες σκέψεις.


ἡγ.Ταϊσία: Μερικὲς φορὲς Μπάτουσκα προσεύχομαι πραγματικὰ μὲ ὅλο μου τὸ εἶναι σὰν νὰ στέκωμαι μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸν Θεό. Τότε ἐξαφανίζεται ὁ ἑαυτός μου καὶ ἡ προσευχή μου γίνεται γλυκειὰ καὶ θερμή. Αὐτὸ ὅμως δὲν συμβαίνει συχνά. Μερικὲς φορὲς πάλι δὲν ἐπιτρέπω στὸν ἑαυτό μου νὰ ἔλθη σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, γιατί φοβοῦμαι τὸν ἐχθρό, μήπως δηλαδὴ μὲ κολακεύει καὶ μὲ κάνει νὰ νοιώθω ὑπερηφάνεια, ποὺ κάνω τέτοια προσευχή, γιατί ἀκόμη εἶμαι ἄπειρη καὶ δὲν μπορῶ νὰ σταθῶ σ’ αὐτὸ τὸ ὕψος ἀνεπηρέαστη. Αὐτὴ ἡ ἐργασία εἶναι γιὰ κείνους, ποὺ εἶναι πιὸ προοδευμένοι πνευματικὰ ἀπὸ μένα.
Ἔχω διαβάσει φυσικὰ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀσκητικὰ συγγράμματα, πού μᾶς λένε νὰ εἴμαστε προσεχτικοί, ὅσον ἀφορᾶ τὴν καθαρὴ προσευχὴ - ἰδιαίτερα οἱ ἀρχάριοι, ὅπως εἶμαι ἐγὼ – καὶ μᾶς προειδοποιοῦν ὅτι ὅσοι καταπιάνονται μ’ αὐτὴν πρόωρα, πρέπει νὰ παίρνουν πολλὲς προφυλάξεις, ἐπειδὴ ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι ἕνα μεγάλο χάρισμα, ποὺ τὸ δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός.


π. Ἰωάννης: Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς σοῦ λέγω νὰ εἶσαι φρόνιμη καὶ προσεχτική. Δὲν εἶναι ὅμως σωστὸ νὰ ἀποφεύγης τὴν καθαρὰ προσευχή. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι ἐπίσκεψη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ τὴν ἐπιζητῆ κανεὶς ἐπίμονα καὶ ἐντατικὰ καὶ νὰ τὴν φυλάττη σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ. Δὲν πρέπει κατὰ κανένα τρόπο νὰ τὴν ἀποφεύγη. Ὁ ἐχθρὸς μισεῖ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προσευχὴ καὶ προσπαθεῖ νὰ μᾶς φοβίσει καὶ νὰ μᾶς ἀπατήση. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἰρηνεύει τὴν ψυχὴ καὶ φέρνει τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἠρεμία.


ἡγ.Ταϊσία: Ἀπὸ τότε, ποὺ ἔγινα ἡγουμένη δὲν προσεύχομαι πολύ. Οἱ καθημερινὲς ἐργασίες καὶ φροντίδες, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχολοῦμαι συνεχῶς, μὲ ἐξαντλοῦν τόσο, ποὺ μόλις καταφέρνω νὰ συρθῶ τὸ βράδυ στὸ κρεββάτι μου καὶ πρὶν προλάβω καλά-καλὰ νὰ ξυπνήσω τὸ πρωὶ ξαναρχίζουν πάλι τὰ ἴδια. Μόλις ἀνοίξω τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ μου κυριολεκτικὰ καταπτοοῦμαι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες καὶ δυσκολεύομαι νὰ ξαναγυρίσω στὴν προσευχή.

π. Ἰωάννης: Ἡ σωτηρία καὶ ἡ προσευχὴ δὲν βρίσκονται στὰ πολλὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν κατανόηση καὶ στὴν θέρμη τῆς καρδιᾶς.
Τὸ σπουδαιότερο πρᾶγμα, ποὺ πρέπει νὰ θυμᾶσαι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας εἶναι ὅτι πρέπει νὰ ἔχεις συνεχῆ μνήμη Θεοῦ, νὰ κάνης δηλαδὴ μυστικὴ νοερὰ προσευχή. Κι ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν ἔχω καιρὸ νὰ παρευρίσκωμαι σὲ μακρὲς μοναστηριακὲς ἀκολουθίες, ἀλλὰ ὅπου κι ἂν πάω, εἴτε μὲ τὰ πόδια εἴτε μὲ τὸ πλοῖο, εἴτε μὲ τὴν ἅμαξα καθιστὸς ἤ ξαπλωμένος δὲν μ’ ἐγκαταλείπει ποτὲ ἡ σκέψη τοῦ Θεοῦ. "Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός… ἵνα μὴ σαλευθῶ." (Ψαλμ. 15:8). Ἡ σκέψη ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι κοντά μου δὲν μ’ ἐγκαταλείπει ποτέ. Πρέπει καὶ σὺ νὰ προσπαθήσης νὰ κάνης τὸ ἴδιο.


ἡγ.Ταϊσία: Μπάτουσκα, τὸν νοιώθεις κοντά σου τὸν Θεό;


π. Ἰωάννης: Ναί, ἀγαπητή μου, σὰν κάποιο κοντινό, πολὺ κοντινό μου πρόσωπο. Εἶναι πάντα μαζί μου, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος "ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς… καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός." (Β’ Κορ. 6:16). Πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσα νὰ δρῶ ὅλη μέρα, ἂν δὲν ἦταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ;

ἡγ.Ταϊσία: Ὅλ’ αὐτὰ ὅμως, ἀγαπητέ μου Μπάτουσκα, εἶναι ἐξωτερικά. Ἔκτισα λοιπὸν ἕνα καθολικὸ μὲ εἰσφορές, ποὺ μάζεψαν ἄλλοι ἀπὸ ἄλλους καὶ γι’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα μὲ ἐπαινοῦν ὅλοι. Αὐτὸ εἶναι μία ἐξωτερικὴ ἀνταμοιβὴ γιὰ ἐξωτερικὰ ἔργα. Τί γίνεται ὅμως μὲ τὴν ψυχή μου; Τί πρόοδο ἔχω κάνει ὅλ’ αὐτὰ τὰ πολλὰ χρόνια, πού εἶμαι στὸ μοναστήρι;

π. Ἰωάννης: Λὲς ὅτι δὲν ἀπόκτησες τίποτε γιὰ τὴν ψυχή σου! Αὐτὸ θὰ τὸ κρίνη ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ γνώστης τῶν καρδιῶν.Ὅσο εἴμαστε σ’ αὐτὴν τὴν γῆν, Ταϊσία, ἡ ψυχὴ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μὲ ἐξωτερικὰ πράγματα καὶ οἱ ἀγῶνες, ἂν κι ἔχουν ὑλικὸ χαρακτῆρα, γίνονται γιὰ τὸν Κύριο καὶ τὴν δόξα Του. Ἀναμφισβήτητα αὐτοὶ οἱ ἀγῶνες γίνονται ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Λὲς ὅτι ἡ ἐκκλησία χτίστηκε μὲ δωρεὲς ἄλλων. Χά! Εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολο νὰ χτίσει κανεὶς κάτι μὲ δικά του χρήματα παρὰ μὲ χρήματα, ποὺ ἀποκτῶνται μὲ τὴν δύσκολη καὶ κουραστικὴ μέθοδο τῆς συλλογῆς εἰσφορῶν καὶ δωρεῶν. Λὲς ὅτι σ’ ἐπαινοῦν, ποὺ ἔκτισες τὸ καθολικό. Πῶς νὰ μὴν ἐπαινέση κανεὶς ἕνα τέτοιο ἔργο; Στὸ κάτω-κάτω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ θὰ δοξάζεται μέσα σ’ αὐτὸν τὸν ναὸ ἀπὸ χιλιάδες στόματα στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἡ μνήμη σου σὰν κτιτόρισσα τοῦ ναοῦ δὲν θὰ ξεχαστῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

ἡγ.Ταϊσία: Αὐτὲς ὅμως οἱ φροντίδες γιὰ τὶς οἰκοδομὲς μαζὶ μὲ τὶς στενοχώριες καὶ τοὺς κόπους, ποὺ τραβῶ γενικὰ σὰν ἡγουμένη, μ’ ἔχουν κάνει νὰ μὴν ἔχω οὔτε προσευχή, οὔτε νηστεία, οὔτε μοναχικὴ ἐργασία.

π. Ἰωάννης: Οἱ ἀγῶνες σου δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὴν δική σου τὴν ψυχή, ἀλλὰ γιὰ τὸ γενικὸ καλό. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι μεγάλοι, μεγαλύτεροι ἀπ’ ὅ,τι ἐὰν γίνονταν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ σου. Ὅσο γιὰ τὴν νηστεία, λὲς ψέμματα. Τὸ φαγητό σου εἶναι φτωχὸ καὶ ἁπλό. Τὸ νὰ νηστεύης περισσότερο εἶναι ἀδύνατον, ἀφοῦ ἐργάζεσαι.

ἡγ.Ταϊσία: Κάποτε σᾶς ἔγραψα, Μπάτουσκα, καὶ σᾶς ζήτησα νὰ προσευχηθῆτε, γιὰ νὰ θεραπευθῶ ἀπὸ μία ἀρρώστια καὶ εἶδα κάποια ἀνακούφιση ἀλλὰ δὲν θεραπεύθηκα τελείως.


π. Ἰωάννης: Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ θεραπευθῆς τελείως. Μὴν προσπαθῆς νὰ ξεφεύγης ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες. Πρέπει νὰ ἀρρωσταίνει κανεὶς γιὰ ἕνα διάστημα καὶ νὰ ὑπομένη. Ὅλα γίνονται γιὰ τὸ καλό σου, γιὰ τὴν σωτηρία σου.

ἡγ.Ταϊσία: Βιαστήκατε τόσο, ποὺ δὲν προλάβατε οὔτε νὰ φᾶτε τίποτε. Νοιώθω ἔνοχη, ποὺ μείνατε νηστικός.


π. Ἰωάννης: Ἀντίθετα, εἶμαι πιὸ χορτάτος ἀπ’ ὅτι χρειάζεται. Θέλω νὰ εἶμαι νηστικός. Ὅταν εἶναι κανεὶς νηστικὸς σωματικά, ἡ ψυχὴ του εἶναι ἱκανοποιημένη, νοιώθει πιὸ ἐλεύθερος καὶ τοῦ εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ ἐξαρθῆ πνευματικά, ἐνῶ τὸ γεμάτο στομάχι καταπλακώνει τὴν ψυχή, τὴν σκλαβώνει. "Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος". (Ματθ. 4:4)

ἡγ.Ταϊσία: Εἶναι περίεργο. Εἶναι ν’ ἀπορῆ κανείς, πῶς τὸ κάθε συνηθισμένο καὶ ἁπλὸ περιστατικό, ἀκόμη καὶ τὴν κάθε λέξη τὴν ἐκμεταλλεύεσθε, γιὰ νὰ δώσετε ἕνα μάθημα. Ἀκόμη κι αὐτό. Τί ὑψηλὸ νόημα, ποὺ προέκυψε!

π. Ἰωάννης: Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ προσέχη πολὺ τὴν κάθε λέξη καὶ πρέπει νὰ τὴν ἐκμεταλλεύεται γιὰ τὸ καλό τοῦ πλησίον του.

ἡγ.Ταϊσία: Λοιπόν, ἀγαπητὲ Μπάτουσκα, πλησιάζομε στὸ λιμάνι καὶ χωρίζουμε τώρα. Καθὼς τὸ εἶπα αὐτὸ ἄρχισα νὰ κλαίω.

π. Ἰωάννης: Τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Ρωμ. 8:35) Ἐμεῖς, δηλαδὴ ἐσὺ καὶ ἐγὼ θὰ ἀγαποῦμε τὸν Κύριο. Τίποτε σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ ἤ στὴν μέλλουσα ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίση ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀγάπη - πίστευε μόνο καὶ ἔλπιζε. "Κράτει ὅ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβῃ τὸν στέφανόν σου" (Ἀποκ. 3:11).

ἡγ.Ταϊσία: Πὼς μπορῶ νὰ σᾶς ἐκφράσω τὴν εἰλικρινέστατη καὶ βαθύτατη εὐγνωμοσύνη μου, πού ἐπισκεφθήκατε τὸ μοναστήρι μας; Ὤ! Ἂν μποροῦσα μόνο νὰ σᾶς φανῶ κι ἐγὼ κάπως χρήσιμη!

π. Ἰωάννης: Ἐξακολούθησε νὰ εὐχαριστῆς τὸν Κύριο. Τίποτε δὲν μοῦ εἶναι πιὸ εὐχάριστο. Δὲν χρειάζεται τίποτ’ ἄλλο.

ἡγ.Ταϊσία: Βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον" (Α Κορ. 13:12) πρόσθεσα καὶ συνέχισα: Θὰ ἰδοῦμε πράγματι, Μπάτουσκα, τὸν Κύριο πρόσωπο πρὸς πρόσωπον; Μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ θνητὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου δὲν θὰ τὸ ἀντέξη.


π. Ἰωάννης: Ὄχι, ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ μπορέση νὰ τὸ ἀντέξη, ὅσο βρίσκεται ἀκόμη στὸ σαρκίο του, ὅσο ζῆ στὴν γῆ καὶ περιτριγυρίζεται ἀπὸ τὶς γήϊνες ἀναταραχές. Θυμήσου τί εἶπεν ὁ Θεὸς στὸν Μωϋσῆ. "Οὐ δυνήση ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου. Οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται" (Ἔξοδ. 33:20). Στὸν μέλλοντα ὅμως αἰῶνα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχη γίνει πνευματικός, ὁ Κύριος θὰ τοῦ φανερωθῆ γιὰ ὅσο μπορεῖ ν’ ἀντέξη, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ μὴ χάσει κανεὶς τὴν οὐράνια βασιλεία, τὸ φωτεινότατο αὐτὸ κατοικητήριο τῶν ἁγίων, ποὺ εἶναι αἰώνιοι, ἄχρονοι, ἀθάνατοι, φωτοφόροι, εὐωδιάζοντες καὶ περιχαρεῖς, πρέπει νὰ προετοιμάζεται ἀπὸ ἐδῶ. Πρέπει νὰ τηρῆ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μὲ συναίσθηση μετανοίας καὶ νὰ ἐπιδίδεται σὲ ἀγαθοεργίες. Πρέπει νὰ ἐπισκέπτεται συχνὰ τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ ἐδῶ στὴν γῆ καὶ νὰ ἐξοικειώνεται μ’ αὐτόν. Πρέπει νὰ γνωρίζη τὸ μεγάλο παιδαγωγικὸ προορισμό, ποὺ ἔχει ὁ ναὸς στὶς ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν καὶ νὰ συνηθίση νὰ ἀναπνέη τὸν οὐράνιο ἀέρα του μὲ τὸν ὁποῖον εὐωδιάζεται ὅλο τὸ βασίλειο τοῦ οὐρανοῦ, ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἁγίων. Στὸν ναὸ δοξάζονται ἀενάως οἱ ἀρετές, τὰ ἀξιέπαινα ἔργα καὶ ὁ ἡρωϊσμὸς ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀμέτρητη χάρη καὶ ἔλεος ἐκχύνεται στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ ὅμως εἶναι καὶ ἐκεῖνα, ποὺ ἀπαιτοῦνται ἀπ’ αὐτὸν τὸν λαό: Συνεχὴς καὶ ἄγρυπνη θεώρηση τῶν ἔργων τῆς Θείας οἰκονομίας, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ὑπακοή, ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ ὑποταγὴ τοῦ ἑνὸς στὸν ἄλλο, ἀλήθεια καὶ ἁγιότητα. Γιὰ νὰ γίνουν αὐτά, χρειάζεται νήψη. Ὅπως λέγει ἡ γραφὴ "Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα." (Α Κορ. 11:31). Ὤ, πῶς σχίζει ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὰ δυὸ ἀπομακρύνοντάς την ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τοὺς πειρασμούς, μὲ τὴν ἀγάπη τῆς σάρκας καὶ τῶν σαρκικῶν ἀπολαύσεων, καὶ στρέφοντάς την πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀξίες του, τὴν ἐπίγεια δόξα, τὴν σωματικὴ ὡραιότητα, τὸν πλοῦτο καὶ τὶς διάφορες γήϊνες ἀπολαύσεις, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἁμαρτωλές! Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ σβήνει μέσα στὴν ἀγάπη τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ νὰ παρακολουθοῦμε μὲ μεγάλη προσοχὴ ὅλες τὶς μεταβολὲς τῆς καρδιᾶς μας, ὥστε νὰ μὴν ἀπομακρυνθῆ αὐτὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ μόνη πηγὴ ὅλων τῶν ἀγαθῶν.

ἡγ.Ταϊσία: Δὲν ξέρω, ἴσως κάνω λάθος, ἀλλά, ἐνῶ ἐγὼ ἐξετάζω συχνὰ τὴν καρδιά μου, δὲν βρίσκω νὰ τὴν τραβᾶ τίποτε τὸ γήϊνο. Δὲν μπορῶ νὰ μὴ νοιώθω ὅτι ζῶ κάπως ἀπόμακρα ἀπὸ τὰ κοσμικὰ πράγματα καὶ ἀποδέχομαι τὴν συμμετοχὴ καὶ τὴν σχέση μου μὲ τὸν κόσμο μόνο σὰν μία ἀνάγκη.


π. Ἰωάννης: Πρέπει νὰ εὐχαριστῆς τὸν Θεό, πού σου ἔχει δώσει αὐτὴν τὴν ἀπάθεια. Δὲν εἶναι δική σου. Μόνο ἡ δική Του δύναμη μπορεῖ νὰ διατηρήση τὸν ἄνθρωπο σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση.

ἡγ.Ταϊσία: Ὅταν σκέφτομαι τὴν ἑνότητα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, φθάνω ἀθέλητα σ’ ἕνα ἐρώτημα. Σὲ τί χρησιμεύουν ὅλες μας οἱ προσπάθειες , οἱ στερήσεις καὶ οἱ ἀγῶνες γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐὰν αὐτὴ ἡ βασιλεία, ὅπως καὶ ὁ Θεὸς πού μᾶς τὴν δίνει, εἶναι μόνο ἀγάπη, χαρὰ καὶ εἰρήνη; Χιλιάδες ἀρχαῖοι ἅγιοι ἔλαμψαν μὲ τὰ παλαίσματά τους καὶ τὰ ἴδια αὐτὰ παλαίσματα ἔχουν ὁρισθῆ νὰ γίνωνται καὶ ἀπὸ τοὺς σύγχρονους μοναχούς. Ὁ Θεὸς ὅμως, ἡ αἰώνια Ἀγάπη, ἀπαιτεῖ μόνο ἀγάπη, γιὰ νὰ θρονιαστῆ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. "Υἱέ, δὸς μοι σὴν καρδίαν". (Σοφ. Σολ. 23:26). Οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες εἶναι ἐξαντλητικοὶ καὶ καταπιεστικοί. Μερικὲς φορὲς τοὺς συγκρίνω μὲ τὸ γράμμα τοῦ νόμου "τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ." (Β. Κορ. 3:6).


π. Ἰωάννης: Συγχέεις δυὸ διαφορετικὰ πράγματα. Τὸ κάθετι ἔχει τὴν ὥρα του καὶ τὸν τόπο του. Τὰ ἀσκητικὰ παλαίσματα εἶναι ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ ἐξασκήσωμε τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ νεκρώσωμε τὰ πάθη, ποὺ ἔχομε μέσα μας καὶ νὰ προετοιμασθοῦμε νὰ φθάσωμε στὸ "μέτρο ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ" (Ἐφ. 4:13), ὁπότε θὰ μπορέσωμε νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ κρατήσωμε στὴν καρδιά μας τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας πάντοτε, στέκεται στὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας καὶ ὅπως λέγει ἡ γραφὴ "Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω" (Ἀποκ. 3:20) Εἶναι ὅμως ἡ καρδιὰ πάντοτε ἱκανὴ νὰ Τὸν δεχθῆ; Γι’ αὐτὸ διαβάζομε βιβλία καὶ παίρνομε παραδείγματα ἀσκητικῶν παλαισμάτων, γιὰ νὰ πάρωμε κι ἐμεῖς δύναμη, ποὺ θὰ μᾶς βοηθήση στὴν τελείωσή μας. Μ’ αὐτὰ τὰ παλαίσματα θὰ μπορέσωμε νὰ καθαρίσωμε τὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ μπορέση κι αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της νὰ δεχθῆ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.
Ξέρεις τὸ τροπάριο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος; "Ὡς ἄρτος ἡδὺς τῆ Τριάδι προσήνεκται" Τί σημαίνει αὐτό; Πῶς ἑρμηνεύεις τὰ λόγια αὐτά; Γιὰ νὰ εἶναι ὁ ἄρτος ἡδὺς καὶ εὐχάριστος, εἶναι ἀνάγκη νὰ κοσκινήσωμε καλὰ τὸ ἀλεύρι καὶ νὰ τὸ καθαρίσωμε ἀπὸ τὰ ξένα σώματα, ἀπ’ ὅλα τὰ ἄχρηστα. Μόνο τότε θὰ εἶναι ὁ ἄρτος καθαρὸς καὶ εὔγεστος. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν καρδιά μας. Γιὰ νὰ γίνη αὐτὴ θυσία εὐάρεστη στὸν Θεό, εἶναι ἀνάγκη νὰ τὴν καθαρίσωμε πρῶτα ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἐνυπάρχουν ἐκεῖ καὶ νὰ πετάξωμε πέρα αὐτὰ τὰ πάθη. Μόνο τότε θὰ γίνη ἡ καρδιά μας θυσία εὐάρεστη στὸν Θεό.


ἡγ.Ταϊσία: Ἀγαπητὲ Μπάτουσκα, πῶς πρέπει νὰ ἐννοήση κανεὶς τὴν ἐντολὴ τῶν "καλῶν ἔργων"; Πρέπει πράγματι αὐτὰ τὰ ἔργα νὰ τὰ κρύβωμε;

π. Ἰωάννης: Ἐγὼ τὴν ἐννοῶ ὡς ἑξῆς: "Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοίς." (Ματθ. 5:16). Ἀφῆστε λοιπόν, τὸν κόσμο νὰ ἰδῆ τὰ καλά σας ἔργα, γιὰ νὰ δοξάση γι’ αὐτὰ τὸν Κύριο. Θὰ πάρουν ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα καὶ θὰ πεισθοῦν γι’ αὐτὰ τὰ ἔργα. Ἀπ’ αὐτὴν ὅμως πρέπει νὰ τὰ κρύβετε (κι ἔδειξε μὲ τὸ δάχτυλό του τὴν καρδιά). Ἀπ’ αὐτήν, ὅλα πρέπει νὰ μένουν κρυφὰ "Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου" (Ματθ. 6:3). Μὲ τὸ "ἀριστερά" ἐννοεῖ στὴν πραγματικότητα τὴν γνώμη, ποὺ ἔχομε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν ματαιοδοξία.
Ἐν τῷ νότῳ οἱ σπείροντες δάκρυσιν ἐνθέοις θεριοῦσι στάχυας ἐν χαρᾷ ἀειζωϊας" . "Αὐτὸ γιὰ σένα Ταϊσία εἶναι παρηγορητικό. Αὐτοί, ποὺ σπείρουν μὲ δάκρυα θὰ θερίσουν μὲ χαρὰ στὸν μέλλοντα αἰῶνα. Πόσο συχνὰ στέλνει ὁ Θεὸς ἀνακούφιση σ’ αὐτόν, ποὺ πιστεύει! Νὰ θυμᾶσαι ὅτι οἱ ἀγῶνες γιὰ τὸν Κύριο καὶ οἱ θλίψεις, ποὺ περνᾶ κανεὶς γιὰ χάρη Του, εἶναι τὸ πιὸ ὑψηλὸ πρᾶγμα.


ἡγ.Ταϊσία: Μάτουσκα, πῶς παρηγόρησε ὁ Κύριος τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή;


π. Ἰωάννης: "Μαρία, τί κλαίεις, τίνα ζητεῖς; (Ἰωάν. 20:15) Καὶ σένα σοῦ λέγει ἐπίσης "Ταϊσία τί κλαίεις, τίνα ζητεῖς;" "Ζήτα, ζήτα τὸν Ἰησοῦ κι αὐτὸς θὰ σοῦ ἐμφανισθῆ. Ὑπάρχουν πολλὲς παρηγοριὲς γι’ αὐτὸν ποὺ πιστεύει, ὅπως π.χ. στὴν Θεία Λειτουργία, ὅπου μερικὲς φορὲς βρίσκει κανεὶς παρηγοριά, φώτιση τῆς ψυχῆς, ἀποκάλυψη μυστηρίων!

ἡγ.Ταϊσία: Δὲν εἶναι ὅτι ζητῶ νὰ μάθω Μπάτουσκα. Μπορῶ νὰ σᾶς κοιτάζω κατὰ πρόσωπο, γιατί εἶμαι εἰλικρινὴς ἀπέναντί σας. Ἕνας σκεπτόμενος ἄνθρωπος ὅμως δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ διερωτηθῆ γιὰ σᾶς, ἰδιαίτερα μάλιστα, ἂν ἔχη πνευματικὴ τοποθέτηση ἀπέναντι στὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ σκέφτομαι κι ἐγὼ γιὰ σᾶς. Τί εἴδους ἄνθρωπος εἶσθε καὶ ποῦ θὰ καταλήξουν ὅλ’ αὐτά;

π. Ἰωάννης: Γιὰ δές! Γιὰ δές! Κοίτα τί ψάχνεις νὰ βρῆς! "Ποῦ θὰ καταλήξουν ὅλ’ αὐτά;" Μὰ καὶ ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος εἶναι στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Κοίταξε καὶ κρίνε ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου, ὅπως γράφει καὶ στὸ Εὐαγγέλιο. "Ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς" (Ματθ. 7:16) Πρέπει ἐπίσης νὰ ἀναζητήσης αὐτοὺς τοὺς καρποὺς καὶ στὸν ἑαυτό σου, γιατί θὰ ὑπάρχουν μέσα σου, πρέπει νὰ ὑπάρχουν. Ταυτόχρονα νὰ θυμᾶσαι ὅτι ἡ εἰρήνη προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ἐχθρὸς δὲν μπορεῖ νὰ φέρη πραγματικὴ εἰρήνη. Ἡ δουλειὰ του εἶναι νὰ διαταράσση κι ὄχι νὰ δίνη εἰρήνη.

ἡγ.Ταϊσία: Θέλω νὰ σᾶς ρωτήσω καὶ κάτι ἄλλο. Ἀπὸ πολὺ καιρὸ τώρα προσπαθῶ νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς μου. Σπάνια τούς γράφω καὶ πᾶνε τώρα δεκατέσσερα χρόνια ἀπὸ τότε, ποὺ τοὺς ἐπισκέφθηκα γιὰ τελευταία φορά. Αὐτοὶ μὲ προσκαλοῦν καὶ προσπαθοῦν νὰ ἔλθουν κοντά μου, ἐνῶ μερικοὶ ἄλλοι ἄνθρωποί μου λένε ὅτι εἶναι ἁμαρτία νὰ ἐγκαταλείπει κανεὶς τοὺς συγγενεῖς του. Λένε ὅτι ἂν κανεὶς κάνη τὸ καλὸ στοὺς ξένους, πρέπει νὰ τὸ κάνη ἐπίσης καὶ στοὺς συγγενεῖς του. Ἐγὼ προσπαθῶ συνέχεια ν’ ἀποξενωθῶ ἀπ’ ὅλ’ αὐτά, γιατί ἔχει λεχθῆ ὅτι "καὶ ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ" (Ματθ. 10:36). Ἐκτὸς αὐτοῦ τί κοινὸ ἔχομε; Τὸ μόνο ποὺ κάνουν εἶναι νὰ μὲ διακόπτουν ἀπὸ τὰ καθήκοντά μου καὶ φοβοῦμαι ὅτι εἶναι καὶ πολὺ ἁμαρτωλοί. Ἐσεῖς τί γνώμη ἔχετε;

π. Ἰωάννης: Αὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι καλό. Κρατήσου μακριὰ ἀπ’ αὐτούς. Νὰ θυμᾶσαι ὅτι "οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν" (Ματθ. 6:24). Τώρα ἔχεις ἄλλους συγγενεῖς, τὶς ἐν Χριστῷ ἀδελφές σου. Θὰ δώσης λόγο γι’ αὐτὲς μπροστὰ στὸν Θεό. Ὅσο γιὰ τοὺς συγγενεῖς σου, ἀφοῦ τοὺς ἔχης ἤδη ἐγκαταλείψει, μὴν κοιτάζης πίσω σου (Ἱερ. 46:15). Δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλος πόλεμος γιὰ ἕνα πνευματικὸ ἄνθρωπο ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του "Ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ." (Ματθ. 10:36) Ἔτσι ἦταν τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι εἶναι τώρα κι ἔτσι θὰ εἶναι πάντα.

ἡγ.Ταϊσία: Κάποτε ἐξομολογήθηκα στὸν Πατέρα Ἰωάννη παίρνοντας μία-μία τὶς ἐντολὲς μὲ τὴν σειρά. Ἀφοῦ μὲ ἄκουσε, μοῦ εἶπε.

π. Ἰωάννης: Ὅλες αὐτὲς οἱ ἁμαρτίες εἶναι, ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, ἀναπόφευκτες, καθημερινές, γιὰ τὶς ὁποῖες πρέπει συνεχῶς νὰ μετανοοῦμε νοερὰ καὶ νὰ κοιτάζωμε νὰ καλυτερεύουμε. Πές μου ὅμως κάτι. Πῶς εἶναι ἡ καρδιά σου; Ὑπάρχει ἐκεῖ τίποτε τὸ ἁμαρτωλό, θυμός, ἔχθρα, περιφρόνηση, μῖσος, φθόνος, κολακεία, μοχθηρία, ὑποψία, κατάκριση; Μήπως ἐπιθυμῆς τὸ κακὸ τοῦ πλησίον σου; Αὐτὸ εἶναι τὸ δηλητήριο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἄς μᾶς γλιτώση ὁ Θεός. Αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικό.

ἡγ.Ταϊσία: Ἀπάντησα ὅτι δὲν ἔνοιωθα μέσα μου κανένα θυμό, ὀργή, ἐκδικητικότητα ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο παρόμοιο καὶ ὅτι γι’ αὐτό, ποὺ κατηγοροῦσα τὸν ἑαυτό μου ἦταν μόνο μία ὑποψία καὶ μία δυσπιστία ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ γεννήθηκαν μέσα μου ἐξ αἰτίας τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἀτιμίας πολλῶν. Ὁ πατὴρ Ἰωάννης ἀπάντησε:


π. Ἰωάννης: Δὲν δικαιολογεῖσαι νὰ νοιώθης ἔτσι, θυμήσου "Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ… ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν." (Α’ Κορ. 13:45). Νὰ τὰ σκεπάζης ὅλα μὲ τὴν ἀγάπη. Μὴν κατοικῆς μέσα στὴν λάσπη τοῦ κόσμου. Νὰ φθάνης τὴν τελειότητα ἐν ἀγάπῃ Χριστοῦ. Πάντως ἀκόμη κι ὁ Ἰησοῦς "οὐκ ἐπίστευεν ἑαυτὸν αὐτοῖς διὰ τὸ αὐτὸν γινώσκειν πάντα". (Ἰωάν. 2:24)

ἡγ.Ταϊσία: Μπάτουσκα, πῶς μπορῶ νὰ ἐμπιστεύωμαι ἀνεπιφύλακτα καὶ νὰ πιστεύω στοὺς ἀνθρώπους, ὅταν ἐξ αἰτίας τους ὑπέφερα τόσα πολλά, ἐνῶ ἤμουν ἀθώα καὶ δὲν ἄξιζα τέτοια συμπεριφορά; Μερικὲς φορὲς μὲ πιάνει μία δυσπιστία καὶ μία ὑποψία, ἐπειδὴ φοβοῦμαι τὸ μέλλον.

π. Ἰωάννης: Γιατί νὰ κοιτάζωμε τὸ μέλλον; "Ἀρκετόν τῆ ἡμέρα ἡ κακία αὐτῆς" (Ματθ. 6:34). Ἂς παραδοθοῦμε σὰν παιδιὰ στὸν Οὐράνιο Πατέρα μας. "Ὁ Θεὸς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὅ δύνασθε." (Α’ Κορ. 10:13). Μὲ τὶς ὑποψίες βασανίζεις μόνο τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲν ἐξυπηρετεῖς τὸν σκοπό, ποὺ ἔταξες. Βλάπτεις ἀκόμη καὶ τὸν ἑαυτό σου μὲ τὸ νὰ φαντάζεσαι ἐκ τῶν προτέρων ὅτι ὑπάρχει κακὸ ἐκεῖ, ὅπου πιθανὸν δὲν ὑπάρχει τίποτε. Ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς δὲν κάνομε κακὸ σὲ κανένα, ἄς μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, ἂν τὸ ἐπιτρέπη αὐτὸ ὁ Θεός.

ἡγ.Ταϊσία: Κάποτε εἶπα στὸν Μπάτουσκα ὅτι μερικὲς φορὲς μὲ κυριεύει ἕνας δυνατὸς πειρασμός, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸν περιγράψω μὲ λόγια. Εἶναι ἕνα εἶδος καταπίεσης, ποὺ φθάνει στὴν ἀπελπισία. Εἶναι σὰν νὰ ἐπικρέμεται πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι μου ἕνα μαῦρο σύννεφο, ἀπ’ ὅπου δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχη διέξοδος. Ὅλα φαίνονται τόσο σκοτεινὰ καὶ τόσο βαρειὰ στὴν ψυχή μου, ὥστε αὐτὸν τὸν πειρασμὸ τὸν χαρακτηρίζω "διαβολικό", ἂν μάλιστα διαρκοῦσε πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι διαρκεῖ συνήθως, θὰ μποροῦσε νὰ προκαλέση τὸν θάνατο ἤ τὴν τρέλλα.

π. Ἰωάννης: Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει σ’ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ νὰ προσβάλλη τὶς δυνατότερες φύσεις, αὐτοὺς δηλαδή, ποὺ εἶναι πιὸ πεπειραμένοι στὸν πνευματικὸ πόλεμο. Ὁ ἐχθρός σου τὸν παρουσιάζει, ἐπειδὴ βλέπει ὅτι οἱ ἀγῶνες σου φθάνουν σ’ ἕνα τέλος, ὅτι ἑτοιμάζεται γιὰ σένα στὸν οὐρανὸ μία ἀνταμοιβὴ καὶ θέλει νὰ σὲ χτυπήση καὶ νὰ σὲ ρίξη κάτω μ’ ἕνα δυνατὸ τίναγμα καὶ νὰ σοῦ στερήση ἔτσι τὸν στέφανο. Ἔχει καταστρέψει πολλοὺς μὲ τὴν ἀπόγνωση. Νὰ εἶσαι δυνατὴ καὶ ἀνδρεία, νὰ πολεμᾶς τὶς μηχανορραφίες τοῦ ἐχθροῦ. Μὴν παραδίδεσαι. Νὰ σηκώνης αὐτὸν τὸν σταυρὸ μὲ ταπείνωση καὶ ἀντοχή. Νὰ θεωρῆς ὅτι αὐτὸς ὁ πειρασμός σου παρουσιάζεται, γιὰ νὰ μεγαλώση τὴν ταπεινοφροσύνη σου καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ βοηθήση. Αὐτὸς ποὺ ἔχει θεμελιωμένη τὴν ψυχὴ του πάνω σὲ βράχο, δὲν θὰ κλονισθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῶν πειρασμῶν τοῦ ἐχθροῦ, καμιὰ καταιγίδα δὲν εἶναι ἀρκετὰ δυνατὴ νὰ συγκλονίση τὰ θεμέλια. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ τὸ σπίτι τῆς ψυχῆς του εἶναι χτισμένο στὴν ἄμμο, ἡ ψυχή, ποὺ δὲν ἔχει σὰν θεμέλιό της τὴν Πέτρα Χριστό, εὔκολα καταστρέφεται ἀκόμη καὶ μὲ μία μικρὴ μπόρα.
Τὴν πνευματικὴ κλίμακα νὰ τὴν ἀνεβαίνης, ὄχι νὰ τὴν κατεβαίνης. Νὰ ἀνυψώνεσαι στὸ πνεῦμα καὶ στὸν νοῦ. Κλήθηκες, γιὰ νὰ ὁδηγήσης τὸ μικρό σου ποίμνιο τῶν παρθένων, ποὺ τὶς ἔχει διαλέξει ὁ Θεός, γιὰ ν’ ἀκολουθήσουν τὴν μοναχικὴ ζωή. Αὐτὸ τὸ ἔργο νὰ μὴν τὸ θεωρῆς κατώτερο ἤ μικρότερο ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ἐκεῖνες καὶ τὰ ἀσκητικὰ ἐπιτεύγματα, ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ ἐπιτύχης μὲ τὴν ἡσυχία προσπαθώντας νὰ σώσης μόνο τὴν ψυχή σου. Τώρα δὲν ἔχεις εἰρήνη, ἐπειδὴ ὑπηρετεῖς τὸν πλησίον σου. Οἱ ἀγῶνες σου τώρα εἶναι οἱ φροντίδες καὶ οἱ θλίψεις. Εἶναι φροντίδες καὶ θλίψεις μαρτύρων, γιατί ἐσὺ σταυρώνεσαι γιὰ ὅλους, γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον σου. Τί θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὑψηλότερο;


ἡγ.Ταϊσία: Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ὁ Μπάτουσκα κι ἐγὼ πήγαμε στὴν ἐκκλησία, ὅπου ἡ Ἁγία Τράπεζα ἦταν μαρμάρινη. Ξαφνικά, ὁ Μπάτουσκα ρώτησε: "Ἀπὸ τί εἶναι φτιαγμένος αὐτὸς ὁ βωμός; " Μὲ ἔκπληξη τὸν κοίταξα καὶ ἀπάντησα "Ἀπὸ μάρμαρο". Εἶπε τότε "Συνεπῶς, εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ πέτρα. Ἂς εἶναι λοιπὸν καὶ ἡ καρδιά σου σὰν αὐτὴ τὴν πέτρα. Νὰ εἶσαι ἀνδρεία. Ἔχε θάρρος!"

ἡγ.Ταϊσία: Μερικὲς φορές, ὅταν προετοιμάζωμαι νὰ κοινωνήσω, μὲ δυσκολία κρατιέμαι ἄγρυπνη τὴν προηγούμενη νύχτα. Ἐξαντλοῦμαι, εἴτε ἀπὸ τὸν καθημερινὸ κάματο εἴτε ἀπὸ κάτι ἄλλο καὶ νοιώθω τὴν ἀνάγκη νὰ κοιμηθῶ. Γι’ αὐτὸ εἶμαι ἀναστατωμένη στὴν ἐκκλησία.

π. Ἰωάννης: Νομίζεις ὅτι ἡ ἀϋπνία ἤ ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἀγώνας εἶναι ἀρκετὰ δυνατὲς ἤ σημαντικὲς προϋποθέσεις, ὥστε νὰ μᾶς δίνουν παρρησία μπροστὰ στὸ Ἅγιο Ποτήριο; Θυμᾶσαι τὸν ληστὴ στὸν σταυρό; Ἕνας ἀναστεναγμὸς εἰλικρινοῦς μετανοίας, μία ἁπλῆ πίστη στὶς ἀρετὲς τοῦ Ἐσταυρωμένου - αὐτὴ εἶναι ἡ δικαιολογία μας, γιὰ νὰ κοινωνήσωμε καὶ ὄχι οἱ ψευτοαγῶνες. Φυσικὰ καὶ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀγωνιζώμαστε, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν πρόθεση νὰ δείξωμε τὰ καλά μας ἔργα καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιήσωμε, ἂς ποῦμε, σὰν δικαιολογία ὅτι εἴμαστε ἄξιοι νὰ κοινωνήσωμε. "Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει." (Ψαλμ. 50:19).

π. Ἰωάννης: Πρέπει νὰ βιάζει κανεὶς τὸν ἑαυτό του. Θυμήσου- πρέπει νὰ βιάζη κανεὶς τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ καλό τοῦ πλησίον του καὶ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι καλὸ τὸ ὅτι θυμᾶσαι τὰ λόγιά μου. (γιὰ σημειώσεις της). Ὁ Ἀπόστολος λέγει: "Ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς ἀδελφοὶ ὅτι πάντα μοῦ μέμνησθε καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν τάς παραδόσεις κατέχετε" (Α’ Κορ. 11:2). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ σπόρος πέφτει σὲ γόνιμο ἔδαφος καὶ καρποφορεῖ καρπὸ ἱκανὸ νὰ θρέψη κι ἄλλους.


ἡγ.Ταϊσία: Νομίζω Μπάτουσκα, ὅτι ὁ περισπασμός, ἂν καὶ δὲν ἀποτελῆ αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν μία συγκεκριμένη μορφὴ ἁμαρτίας, ἐν τούτοις κι αὐτὸς ἐμποδίζει καὶ καταστέλλει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ὄχι λιγότερο ἀπὸ τὶς ἄλλες ἁμαρτίες.

π. Ἰωάννης: Μά, δὲν θεωρεῖς ἁμαρτία τὸν περισπασμό; Εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς προσοχῆς. Ὁ Σωτῆρας μας ἔκανε λόγο γι’ αὐτόν, ὅταν εἶπε: "Σίμων, Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξητήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον (Λουκ. 22:31). (τὸ σινιάσαι σημαίνει νὰ σὲ κοσκινίση, νὰ σὲ διασκορπίση)

ἡγ.Ταϊσία: Μιλοῦσε ὅμως γιὰ τὸν περισπασμὸ ὁ Χριστός, ὅταν τὰ εἶπε αὐτά;

π. Ἰωάννης: Ὁπωσδήποτε γιὰ τὸν περισπασμὸ μιλοῦσε.

Μερικὰ κορίτσια τοῦ ἔφερναν λουλούδια, συνήθως ἄσπρες καὶ μὼβ βιολέτες, ποὺ τὶς ἀγαποῦσε πολύ. Κάποτε, ἀφοῦ πῆρε τὰ λουλούδια, κράτησε ἕνα στὸ χέρι του, τὸ ἐξέτασε καὶ εἶπε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου.

"Οὐδὲ Σολομών ἐν πάσῃ τῆ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἕν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῶ μᾶλλον ὑμᾶς ὀλιγόπιστοι;" Πόσο φανερὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ! "Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν." (Ματθ. 6:29, 30, 33). Ἐγὼ τὸ ἔχω ζήσει αὐτό. Ἀπὸ τότε, ποὺ ἄρχισα νὰ ἐπιζητῶ ἐντατικὰ τὸν Κύριο καὶ νὰ παλεύω κυριολεκτικά, γιὰ νὰ Τὸν ὑπηρετήσω μὲ προσευχές, ἀγαθοεργίες καὶ ἄλλα ἔργα, δὲν χρειάσθηκε σχεδὸν ποτὲ νὰ φροντίσω γιά τὶς προσωπικές μου ἀνάγκες καὶ ἐννοῶ τὶς ἐξωτερικές. Μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μὲ φροντίζουν καί, μοῦ δίνουν ροῦχα νὰ φορῶ. Καθὼς εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι μὲ περιποιοῦνται καὶ τὸ θεωροῦν προσβολή, ἂν δὲν δεχθῶ τὴν προσφορά τους.


π. Ἰωάννης: «Τί θησαυρὸ ἔχομε στὴν προσευχή. Μὲ τὴν προσευχὴ μποροῦμε νὰ λάβωμε ὅλα τὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ νὰ κατανικῶμε κάθε πειρασμό, νὰ ξεπεράσωμε κάθε δοκιμασία καὶ θλίψη.
«Μάτουσκα, κοίταξε πῶς παλεύει αὐτὴ ἡ φτωχὴ μύγα! Ἐδῶ κοίτα, νὰ την! Ὁ ἄνεμος τὴν πῆρε καὶ τὴν κτύπησε τὴν καημένη πάνω στὸ πλοῖο, τὴν ἔριξε στὸ πάτωμα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σηκωθῆ, ἀλλὰ δὲν χάνει τὴν ἐλπίδα της, μάχεται μὲ τὸν ἄνεμο. Αὐτὸς τὴν σπρώχνει πρὸς τὰ πίσω, ἀλλὰ ἐκείνη πάλι προχωρεῖ σιγά-σιγὰ πρὸς τὰ ἐμπρός. Τί ἔξυπνο! Ἔτσι ἀκριβῶς μάχεται καὶ ὁ ἐχθρὸς - ὁ διάβολος- τὴν ψυχή. Τὴν πετᾶ σὰν ἀνεμοστρόβιλος μακριὰ ἀπ’ τὸ μονοπάτι τῆς σωτηρίας, πάνω στὸ ὁποῖο κινεῖται, ἀλλ’ αὐτὴ ἀντιμάχεται καὶ δὲν ὑποχωρεῖ. Αὐτὴ ἡ μύγα μᾶς δίνει ἕνα μάθημα.» … ««Πόσο θαυμαστὸς εἶναι ὁ Δημιουργὸς στὴν δημιουργία Του! Κοίταξε αὐτὸν τὸν ἥλιο! Τί σπάνια ὀμορφιά! Κι ἂν τὰ δημιουργήματά Του εἶναι τόσο μεγαλόπρεπα, φαντάσου πόσο πιὸ μεγαλόπρεπος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός!»


Π. Ἰωάννης: «Γνωρίζεις, τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ κυρίως μ’ ἔστρεψε πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἐθέρμαινε τὴν καρδιά μου ἀπὸ τὰ παιδικὰ χρόνια στὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν; Ἦταν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Οἱ γονεῖς μου εἶχαν Εὐαγγέλιο στὴν σλαβονικὴ καὶ στὴν ρωσικὴ γλώσσα. Ἀγαποῦσα πολὺ νὰ διαβάζω αὐτὸ τὸ θαυμάσιο βιβλίο, ὅταν ἐρχόμουν στὸ σπίτι κατὰ τὶς διακοπές. Διάβαζα καὶ εὐφραινόμουν μ’ αὐτό. Ἔβρισκα στὴν ἀνάγνωσι μεγάλη καὶ ἀναντικατάστατη παρηγοριά. Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο εἶχα μαζί μου καὶ στὴν Ἀκαδημία. Μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ἦταν συνοδοιπόρος τῆς νεότητός μου, διδάσκαλός μου, χειραγωγὸς καὶ παρηγορητής, μὲ τὸν ὁποῖο ἐγὼ ἤμουν ἑνωμένος ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια.»






www.agiazoni.gr

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Πατήρ Ευάγγελος Χαλκίδης


Ο πατήρ Ευάγγελος Χαλκίδης γεννήθηκε το έτος 1923. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Περιπλανώμενοι μέχρι να εγκατασταθούν κάπου οριστικά, πέρασαν από την Λαμία, ενώ η μητέρα του ήταν έγκυος. Τότε γέννησε στον γυναικωνίτη του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Λαμίας. Οι ιερείς του ναού, μη θέλοντας το παιδί να φύγη αβάπτιστο από εκεί, το βάπτισαν και του έδωσαν το όνομα «Ευάγγελος» από το όνομα του ναού.


Η μεγάλη του επιθυμία και ο ζήλος που πλημμύριζε την ψυχή του από μικρό παιδί, ήταν ν’ ακολουθήση το δρόμο του Χριστού και να υπηρετήση την Εκκλησία Του. Είχε Πνευματικό του τον εσχάτως ανακηρυχθέντα άγιον Γεώργιον Καρσλίδην, ο οποίος τον καθωδηγούσε και τον προετοίμαζε για την ιερωσύνη.

Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου ενυμφεύθη την Μικρασιατικής καταγωγής Μελαχροινή Μητράρα από την Μυτιλήνη, η οποία αργότερα ως πρεσβυτέρα σήκωσε μαζί του τον Σταυρό και ήταν γι’ αυτόν ο καλός Κυρηναίος. Ο Θεός του χάρισε έξι παιδιά. Πέντε αγόρια και ένα κορίτσι.
Στην αρχή εργαζόταν στο εργοστάσιο Σιδηροδρόμων (μηχανουργείο του ΣΕΚ). Όταν ανακοίνωσε στους συναδέλφους του ότι θα γίνη παπάς, τον ειρωνεύοντο, χτυπούσαν τενεκέδες σαν θυμιατήρι και του έκαναν και άλλα πειράγματα, αλλά δεν τον επηρέασαν αυτά. Ο πόθος και η αγάπη του για την ιερωσύνη, ωδήγησαν τα βήματά του στον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονα Α’ (Παπαγεωργίου). Στον Μητροπολίτη παρουσιάσθηκαν μαζί με τον κουμπάρο του Στέφανο Γιαννουλίδη, που ήθελε κι αυτός να ιερωθή.
Ο Δεσπότης αρχικά ήταν πολύ διστακτικός μέχρι αρνητικός, γιατί, ενώ ήσαν και οι δύο αγνοί και ενάρετοι άνθρωποι, ήταν όμως εντελώς αγράμματοι. Βλέποντας όμως ο Αρχιερεύς την απλότητά τους, την επιμονή τους και τον φλογερό πόθο τους για την ιερωσύνη, άρχισε να προβληματίζεται. Σ’ αυτό πολύ βοήθησε και η μαρτυρία δύο σπουδαίων κληρικών: Του π. Λεωνίδα Παρασκευοπούλου (μετέπειτα Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης) και του π. Φωτίου Σταμοπούλου, του πνευματικού του Ευαγγέλου, που πήγαινε μετά την κοίμηση του οσίου Γεωργίου Καρσλίδη. Ζήτησε, λοιπόν, ο Δεσπότης να του φέρουν ένα βιβλίο κι έβαλε τους δύο υποψηφίους να διαβάσουν. Αλλά τι να διαβάσουν, αφού δεν ήξεραν γράμματα; Τότε τους λέγει: «Μα εσείς δεν ξέρετε γράμματα. Πώς θα γίνετε παπάδες;». Ο Ευάγγελος τα έχασε. Έσκυψε το κεφάλι μη μπορώντας να πη κουβέντα. Τους έσωσε όμως το θάρρος του Στεφάνου, που απάντησε: «Δέσποτα, όταν πάη κάποιος στην αγορά, βρίσκει και φτηνά ψάρια, βρίσκει και ακριβά ψάρια, αλλά ψάρια είναι και τα δύο. Ε, εμείς είμαστε από τα φτηνά ψάρια». Αυτά τα λόγια έκαμψαν τον Δεσπότη και τους είπε: «Πηγαίνετε να ετοιμάσετε τα ράσα σας».
Ο πατήρ Ευάγγελος φοίτησε στο «Διετές Κατώτερον Εκκλησιαστικόν Φροντιστήριον» της Θεσσαλονίκης και ως ιεροσπουδαστής εχειροτονήθη διάκονος στις 2 Αυγούστου 1952 στον ιερό ναό Αναλήψεως Θεσσαλονίκης και πρεσβύτερος στις 13 Αυγούστου του ιδίου έτους στον Ιερό Μητροπολιτικό ναό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά από τον βοηθό Επίσκοπο της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης Επίσκοπο Μυρέων κ.κ. Τιμόθεο Ματθαιάκη (τον μετέπειτα Μητροπολίτη Μαρωνείας και Κομοτηνής και μετά ταύτα Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας). Ο π. Ευάγγελος όχι μόνο έμαθε να διαβάζη, αλλά και να ψέλνη γλυκύτατα και να κηρύττη με απλά λόγια ώστε να μιλά κατ’ ευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων.
Αρχικά διωρίσθηκε εφημέριος του ιερού ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Λοφίσκου της επαρχίας Λαγκαδά (τότε η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ήταν ενιαία), με την εντολή να εξυπηρετή τις θρησκευτικές ανάγκες των χριστιανών των χωριών Αρετής και Δρυμιάς και αργότερα της Μικροκώμης. Λειτουργούσε μία Κυριακή στον Λοφίσκο και μία στην Αρετή. Τότε τα δύο αυτά χωριά αποτελούσαν μία Κοινότητα. (Τα’ άλλα δύο ήταν μικρά χωριά).
Στην ενορία του Λοφίσκου συνάντησε πολλές δυσκολίες από την πρώτη μέρα που πήγε. Η ψυχρότατη υποδοχή, η πρωτοφανής αδιαφορία και το αφιλόξενο των κατοίκων δεν του έκαμψαν το φρόνημα· τ’ αντιμετώπισε με μεγάλη υπομονή και πολλή αγάπη.
Τόσο πολύ στενοχωρείτο για την θρησκευτική ακαταστασία που υπήρχε εκεί, ώστε εκλονίσθη η υγεία του κι έπαθε έλκος στομάχου. Αυτό τον ωδήγησε να ζητήση από το Μητροπολίτη μετάθεση σε άλλη ενορία. Πράγματι στις 31 Μαΐου 1956 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τον απέσπασε στον ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεύκων και στις 23 Ιουνίου του ιδίου έτους τον μετέθεσε στον ιερό ναό αγίου Γεωργίου της Κοινότητος Αγίου Βασιλείου Λαγκαδά, όπου και υπηρέτησε με φόβο Θεού μέχρι τις 30 Ιανουαρίου 1987, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Ο πατήρ Ευάγγελος έζησε θεοφιλώς και θεαρέστως καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του, αγαπώντας το ποίμνιό του και θυσιάζοντας την ζωή του υπέρ αυτού. Πλήθος κόσμου ανεπαύετο κάτω από το πετραχήλι του. Ο Μητροπολίτης Λαγκαδά κ. Σπυρίδων τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε ιδιαιτέρως, γιατί ήταν παράδειγμα ιερέως. Άφησε μνήμη αγαθού ανδρός. Ήταν όντως ενάρετος και μοσχοβολούσε αγιότητα.
Ήταν μία αγιασμένη μορφή. Το σώμα του ήταν ασκητικό, περιβεβλημένο με το φτωχικό του ράσο. Το πρόσωπό του φωτεινό. Ακτινοβολούσε την λαμπρότητα της ευλογημένης ψυχής του. Τα χείλη του ψέλλιζαν πάντοτε λόγια προσευχής.
Λίγοι άνθρωποι υπήρξαν τόσο ελεήμονες, όσο ο πατήρ Ευάγγελος. Χόρτασε νηστικούς, ξεδίψασε διψασμένους, έντυσε γυμνούς, βοήθησε αρρώστους κι αυτά πάντοτε κρυφά. Ήταν μία πνευματική τράπεζα, τα αγαθά της οποίας εγεύοντο όλοι όσοι τον πλησίαζαν.
Κατά τα έτη ’67-’68, τότε που ο κόσμος είχε φτώχεια και ξενητεύονταν, ένα πιάτο φαγητό ή ένα ρούχο χρησιμοποιημένο είχαν αξία για τους φτωχούς. Ο π. Ευάγγελος πήγαινε στις δώδεκα με μία τα μεσάνυχτα, με τα δέματα στην πλάτη του και τα άφηνε έξω από τις πόρτες των φτωχών οικογενειών που ήξερε στην Θεσσαλονίκη.
Κάποτε κατέβηκε στην αγορά να ψωνίση για την οικογένειά του και είχε στην τσέπη του μόνο 5 δραχμές. Στον δρόμο ένα γεροντάκι του ζήτησε βοήθεια και ο π. Ευάγγελος του έδωσε το τάλληρο. Γύρισε στο σπίτι του χωρίς ψώνια. Η παπαδιά που περίμενε τα ψώνια για να μαγειρέψη, τον ρώτησε πώς γύρισε τόσο γρήγορα και πού είναι τα ψώνια. Της απάντησε: «Ε, παπαδιά μου, τι να σου πω τώρα… άστα μην τα ψάχνης. Άλλη φορά θα ψωνίσω. Τώρα δεν έχω λεφτά». Σε λίγη ώρα χτυπά την πόρτα κάποιος που του ζητουσε να κάνη αγιασμό. Έκανε τον αγιασμό, και ο άνθρωπος του έδωσε 20 δραχμές. «Ταλληράκι έδωσα, εικοσάρικο πήρα», έλεγε χαμογελώντας και ψώνισε για την οικογένειά του.
Ο παπα-Βαγγέλης πήγαινε και ζητούσε από καταστήματα της Θεσσαλονίκης παπούτσια και ρούχα παλαιά που δεν επωλούντο, και τα μοίραζε σε φτωχές οικογένειες της ενορίας του. πήγε και στον Καρύδα (γνωστός μεγαλέμπορος υποδημάτων), αλλά εκείνος δεν τον πολυπίστεψε και είπε ότι θα πάει ο ίδιος την Κυριακή να τα μοιράση με τα χέρια του. Πράγματι την Κυριακή, μόλις τελείωσε την θεία Λειτουργία, όπως συνήθιζε, χτύπησε την καμπάνα και ήρθαν οι φτωχοί. Ο Καρύδας τους μοίρασε τα παπούτσια και συγκινήθηκε πολύ από την φτώχεια του κόσμου που είδε. Την επόμενη Κυριακή έφερε πάλι καλύτερα παπούτσια και στο εξής έγινε φίλος του π. Ευαγγέλου και πολύ πιστός.
Κάποια φορά ο Καρύδας κοινώνησε και, όταν πήρε αντίδωρο, είδε πάνω του δύο στίγματα από αίμα. Δεν το έφαγε και στο τέλος το έδειξε στον π. Ευάγγελο και ζητούσε μία εξήγηση. Ο π. Ευάγγελος δεν έβλεπε αίμα, ούτε και οι άλλοι. Τότε του είπε ο π. Ευάγγελος: «Το είδες μόνο εσύ το θαύμα, για να πιστέψης ότι το Αντίδωρο είναι αντί του Δώρου, που είναι η θεία Κοινωνία, αναίμακτος φαινομενικά για την αδυναμία μας, όμως είναι κανονική θυσία. Δίνεται από το χέρι του ιερέως που έκανε τη θυσία. Όλων το Αντίδωρο είναι ίδιο, όμως εσύ είχες την ευλογία να το δης με στίγματα αίματος».
Όταν ήταν εφημέριος στην Αρετή, η πολυμελής οικογένειά του ζούσε μέσα στην φτώχεια. Κάποια μέρα που επέστρεψε στο σπίτι, η πρεσβυτέρα του είπε πως έμειναν από ψωμί και τα παιδιά κλαίνε, γιατί πεινούν. Ο παπα-Βαγγέλης πήγε κατ’ ευθείαν στην Εκκλησία. Γονάτισε μπροστά στην Αγία Τράπεζα και με δάκρυα στα μάτια άρχισε να προσεύχεται. Δεν πρόλαβε να τελειώση την προσευχή και μία χωριανή, που εκείνη την ώρα ξεφούρνιζε, πήγε ένα καρβέλι ψωμί στο σπίτι του παπα-Βαγγέλη. Γι’ αυτό ο ίδιος έλεγε: «Όσο εγώ προσευχόμουν μπροστά στην Αγία Τράπεζα, η γειτόνισσα χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού  κρατώντας ένα ζεστό ψωμί».
Μία χειμωνιάτικη μέρα πήγε ο παπα-Βαγγέλης με δύο παιδιά του στο Σοχό για δουλειές. Τα παιδιά του περπατούσαν ξυπόλυτα πάνω στα χιόνια. Βλέποντάς τα κάποιος μαγαζάτορας που πουλούσε παπούτσια, τα λυπήθηκε. Φώναξε τον παπά και του έδωσε δύο ζευγάρια παπούτσια για τα παιδιά του. Αυτά χαρούμενα τα φόρεσαν και καμάρωναν για το δώρο τους. Λίγο πιο πέρα είδαν μία γριούλα που κρατούσε από το χέρι το εγγονάκι της, που κι αυτό περπατούσε ξυπόλυτο μέσα στα χιόνια. Τόσο πολύ το λυπήθηκε ο παπα-Βαγγέλης το παιδάκι, που έβγαλε τα παπούτσια από το ένα παιδί του και τα έδωσε στο ξένο παιδάκι, που τα πήρε με χαρά και τα φόρεσε.
Ο πατήρ Ευάγγελος ήταν ευλογημένος «εκ κοιλίας μητρός», γι’ αυτό και η Παναγία τον αξίωσε να γεννηθή μέσα στο ναό της. Αλλά κι αυτός την ευλαβείτο και την υπεραγαπούσε. Ήταν άκρως φιλομόναχος και φιλοαγιορείτης. Συχνά πήγαινε στο Άγιον Όρος. Έπαιρνε από την Θεσσαλονίκη ράσα, ζωστικά, κάλτσες, γυαλιά πρεσβυωπίας, φανέλλες και όποιον φτωχό μοναχό εύρισκε, όλο και κάτι του έδινε. Μπορεί ο ίδιος να μην είχε να φορέση καινούρια ράσα, αλλά τους Αγιορείτες πατέρες πάντοτε τους εφωδίαζε με ευλογίες. Η υπερβολική αγάπη του για την Παναγία ωδηγούσε τα βήματά του συχνά στην Πορταΐτισσα της Μονής Ιβήρων, που ήταν το αγαπημένο του μοναστήρι.
Ο παπα-Βαγγέλης ήταν κατ’ εξοχήν άνθρωπος της προσευχής και της ησυχίας. Όταν αξιώθηκε να χτίση σπίτι στον Άγιο Βασίλειο, έκτισε και οικογενειακό Εκκλησάκι που το αφιέρωσε στην αγία Αναστασία την Φαρμακολύτρια. Το Εκκλησάκι αυτό, που ευωδιάζει μέχρι σήμερα, θυμίζει ναούς αγιορείτικων καλυβών. Μέσα εκεί αγρυπνούσε καθημερινά κάνοντας τον κανόνα του, σαν να ήταν μεγαλόσχημος μοναχός. Ακόμα σώζεται δίπλα στο αναλόγιο το ακουμπιστήρι, που χρησιμοποιούσε στις αγρυπνίες του.
Πίσω από το σπίτι του, σε ανεξάρτητο κτίσμα, έκανε ένα δωμάτιο και μία κουζίνα, για να ζη, όπως έλεγε, «κατά μόνας» σε περιόδους νηστείας και όχι μέσα στην πολυκοσμία του σπιτιού του.
Το σπιτάκι του στο χωριό το ωνόμαζε Αγία Άννα, διότι έμοιαζε με τα Κελλιά της Σκήτης Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος, που τόσο αγαπούσε.
Στην Αρετή υπήρχε παλιά ένα τζαμί, το οποίο οι κάτοικοι είχαν χωρίσει στα δύο. Το ένα μέρος το χρησιμοποιούσαν ως παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου και το άλλο ως Σχολείο. Ο π. Ευάγγελος πήγαινε τακτικά σ’ αυτό το παρεκκλήσι για να κάνη Όρθρο κι Εσπερινό. Πηγαίνοντας, λοιπόν, παραμονή του Ψυχοσάββατου του 1954 μαζί με μία ενορίτισσά του στο ναό για να αφήσουν ένα ψυχοχάρτι, είδαν το ναό φωτισμένο και κάποιον κληρικό να ψέλνη μελωδικότατα στο αναλόγιο, ο οποίος μόλις τους είδε, μπήκε στο Άγιο Βήμα, πήρε τα Τίμια Δώρα, τα ύψωσε στον ουρανό και χάθηκε. Ο παπα-Βαγγέλη έμεινε άναυδος. Παρακολουθούσε εκστατικός τα δρώμενα. Μπήκε μέσα στο Ιερό για να αφήση το χαρτί. Είδε ότι δεν υπήρχε κανείς. Κατάλαβε ότι ήταν ο άγιος Νικόλαος. Ταράχθηκε πολύ. Έτρεξε αμέσως στο σπίτι του και μόλις μπήκε μέσα, λιποθύμησε. Όταν αργότερα συνήλθε, δεν μπορούσε να μιλήση. Για τρεις ημέρες είχε χάσει την φωνή του. Του έμεινε μόνιμα ένα μικρό τσέβδισμα, για να του θυμίζη πάντα ότι με τα ίδια του τα μάτια είδε υπερφυσικές καταστάσεις.
Μία χρονιά ο παπα-Βαγγέλης με τον κουμπάρο του τον παπα-Στέφανο πήγαν στους Αγίους Τόπους. Την ημέρα που πήγαν στον Πανάγιο Τάφο, θα λειτουργούσε ο ίδιος ο Πατριάρχης κ.κ. Βενέδικτος πάνω στο Ζωοδόχο Τάφο του Κυρίου μας. Υπήρχαν χιλιάδες προσκυνητές μεταξύ των οποίων και πολλοί κληρικοί. Με πολύ πόθο και αγωνία στρέφεται ο πατήρ Ευάγγελος προς τον πατέρα Στέφανο και του λέει: «Αχ, παπα-Στέφανε, να μπορούσαμε να λειτουργήσουμε κι εμείς μαζί με τον Πατριάρχη πάνω στον Πανάγιο Τάφο!». Δεν πρόλαβε να τελειώση τα λόγια του και γυρίζοντας προς αυτούς ο Πατριάρχης και δείχνοντάς τους  με το χέρι του τους λέει: «Εσύ κι εσύ ελάτε να λειτουργήσετε μαζί μου». Χαράς ευαγγέλια και για τους δύο ευλαβέστατους πατέρες. Όταν ανεφέρετο σ’ αυτό το γεγονός ο π. Ευάγγελος έλεγε με καμάρι: «Μεγάλη ευλογία. Μας διάλεξε ο Πατριάρχης ανάμεσα από τόσους ιερείς, για να λειτουργήσουμε μαζί του πάνω στον Πανάγιο Τάφο». Γι’ αυτό και στο σπίτι του, σε περίοπτη θέση, είχε μια μεγάλη φωτογραφία του μακαριστού Πατριάρχου, για να του θυμίζη πάντοτε αυτήν την μεγάλη ευλογία.
Ο π. Ευάγγελος λειτουργούσε συχνά. Συνήθιζε, όταν λειτουργούσε, να φορά λιτά άμφια και μάλιστα πολλές φορές διαφορετικού χρώματος. Δηλαδή, άλλο χρώμα στιχάρι, άλλο χρώμα πετραχήλι, άλλο φελόνιο κλπ.
Κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας απέφευγε να μιλά. Ιδίως μετά τον καθαγιασμό, κρατούσε σιωπή και είχε βαθειά κατάνυξη. Την ώρα που κοινωνούσε αναλυόταν σε δάκρυα. Προσπαθούσε να μην καταλάβουν οι άλλοι ότι έκλαιγε, αλλά καθώς σκούπιζε τα δάκρυα γινόταν αντιληπτός. Όταν τον ρωτούσε κάποιος: «Πάτερ, κλαις;», απαντούσε: «Όχι, παιδί μου. Φαίνεται κάποιο σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι μου». Αυτή η απάντηση επανελαμβάνετο συνεχώς. Οπότε μία φορά του είπε: «Πάτερ, σε κάθε Λειτουργία όλο σκουπιδάκια μπαίνουν στα μάτια σου;». Τότε ο ευλογημένος αυτός λειτουργός του Υψίστου χαμογέλασε και κατακόκκινος έσκυψε το κεφάλι του. Ποιος ξέρει τι θείες καταστάσεις και εμπειρίες είχε, ή τι έβλεπε κατά την ώρα του «Πρόσχωμεν» και έκλαιγε πάντοτε μετά πολλών δακρύων!
Είχε και μία καλή ιερατική στολή, την οποία κρατούσε για την ημέρα του θανάτου του, και πάντοτε έλεγε: «Όταν πεθάνω, να μου φορέσετε ολόκληρη τη στολή κι όχι μόνο το πετραχήλι. Εκεί πάνω που θα πάω, δεν θα πάω για αγιασμό αλλά για λειτουργία».
Την Μεγάλη Σαρακοστή κοινωνούσε στις Προηγιασμένες που τελούσε στην Εκκλησία του και μέχρι την επόμενη φορά που θα έκανε Λειτουργία δεν έτρωγε τίποτε άλλο παρά έβρεχε κουκιά και έτρωγε λίγα κάθε μέρα.
Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι ο π. Ευάγγελος ήρθε με το λεωφορείο από την ενορία του στην Θεσσαλονίκη. Είχε ένα σπιτάκι κοντά στην Παναγία Φανερωμένη, όπου έμεναν οικογενειακώς. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και ο ευλογημένος ιερεύς, κουρασμένος και ιδρωμένος καθώς ήταν, άνοιξε το παράθυρο και ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστή. Καθώς το παράθυρο ήταν ανοιχτό, έμπαινε ο αέρας και ανέμιζε την κουρτίνα. Όπως ήταν σε κατάσταση ημιεγρήγορσης βλέπη να μπαίνη ξαφνικά από το παράθυρο ένα παλληκάρι και του λέει: «Πάτερ, ήρθα να μείνω εδώ». Του απαντά τότε ο παπα-Βαγγέλης: «Βρε, παιδί μου, πού να μείνης εδώ; Το σπίτι είναι μικρό. Έχω έξι παιδιά και δύο εγώ και η παπαδιά, είμαστε οκτώ άτομα. Εμείς δύσκολα χωράμε. Πού να σε βάλω να μείνης;». Το παλληκάρι επανέλαβε: «Πάτερ, ήρθα να μείνω στο σπίτι σου και θα μείνω». Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Πήγε και άνοιξε. Ήταν μία ηλικιωμένη μοναχή κι ένας επίσης ηλικιωμένος ιερέας. Η μοναχή κρατούσε στα χέρια της μία λειψανοθήκη. Του είπε: «Πάτερ, εδώ έχουμε το χέρι του αγίου Παντελεήμονος. Το είχαμε στο μοναστήρι μας. Εμείς κάποια μέρα θα πεθάνουμε και το Μοναστήρι θα κλείσει. Έχουμε ακούσει για σένα. Μάθαμε πως αγαπάς πολύ τους Αγίους και φέραμε το χέρι του αγίου Παντελεήμονος να σου το παραδώσουμε για να το φυλάξης». Τότε ο π. Ευάγγελος κατάλαβε ότι ο νέος που του είχε παρουσιασθή προ ολίγου ήταν ο άγιος Παντελεήμων.
Όταν πήγαινε σε αρρώστους έπαιρνε μαζί του και το Λείψανο του αγίου Παντελεήμονος για να τους σταυρώνη. Όποτε άνοιγε την λειψανοθήκη, τα Λείψανά του ευωδίαζαν.
Είχε αρκετά άγια Λείψανα που ήρθαν στην κατοχή του με θαυμαστό τρόπο. Συνήθως ενεφανίζοντο στον ύπνο του οι άγιοι και στον κάτοχο των ιερών λειψάνων και μ’ αυτόν τον τρόπο εγίνοντο οι γνωριμίες και οι ανταλλαγές των λειψάνων.
Μία ηλικιωμένη μοναχή που έμενε στην Καλαμαριά είχε άγια Λείψανα των πέντε Μαρτύρων. Ήταν μόνη και ήθελε να βρη κάποιον άνθρωπο ευλαβή να του τα δώση. Έκανε προσευχή με αυτό το αίτημα. Παρουσιάστηκαν οι Άγιοι σε όνειρο στην μοναχή και της είπαν ότι θα ‘ρθη ένας παπάς να του δώσης τα Λείψανα. Επίσης στον π. Ευάγγελο του είπαν να πάη στο τάδε σπίτι, τον περιμένει μία μοναχή για να του δώση τα Λείψανά τους. Πήρε το λεωφορείο βρήκε το σπίτι και την μοναχή να τον περιμένη στην αυλόπορτα. Ενώ από πριν δεν γνώριζε ο ένας τον άλλο, μόλις συναντήθηκαν ήταν σαν αν εγνωρίζοντο από χρόνια και του έδωσε τα άγια Λείψανα. Ο π. Ευάγγελος τα έβαλε σε ένα κελίφι (σαν μαξιλαροθήκη), τα έκρυψε κάτω από τα ράσα του και τα έφερε στο χωριό. Τα τοποθέτησε πάνω στην Αγία Τράπεζα, αλλά δεν ήξερε ποιο Λείψανο ανήκει στον κάθε Άγιο. Έγραψε σε χαρτάκια τα ονόματα των Αγίων και τάβαλε μαζί με τα άγια Λείψανα. Έκανε Παράκληση και βρήκε το κάθε χαρτάκι να είναι μαζί με ένα Λείψανο. Με αυτόν τον τρόπο πληροφορήθηκε σε ποιον Άγιο ανήκει το κάθε Λείψανο.
Επειδή είχε πολλά Λείψανα Αγίων έκαιγε στο σπίτι του καντηλάκι ακοίμητο. Είχε ένα δοχείο με λάδι και έπαιρνε το λάδι για το φαγητό και για το καντήλι από ένα βρυσάκι που είχε στο κάτω μέρος του δοχείου. Κάποτε που το λάδι τελείωνε η παπαδιά του είπε ότι πρέπει να μαγειρέψη. Ο π. Ευάγγελος δεν της απάντησε, γιατί δεν ήθελε να μείνη το καντήλι σβηστό. Η παπαδιά ξαναρώτησε και της απάντησε κάπως δυσαρεστημένος: «Πάρε το λάδι που θέλεις και ας μεριμνήσουν οι άγιοι για το καντήλι τους». Δεν πέρασε πολλή ώρα και κάποιος του έφερε ένα δοχείο λάδι, λέγοντας: «Πάτερ, εμείς φεύγουμε για Γερμανία και σου φέραμε λαδάκι για τους Αγίους». Το βράδυ του εμφανίστηκαν οι Άγιοι και του είπαν: «Εμείς μεριμνήσαμε για το λάδι μας. Εσύ από τώρα και στο εξής θα παίρνεις και θ’ ανάβεις το καντήλι μας χωρίς να ξανανοίξης το καπάκι του δοχείου να δης αν έχη λάδι». Ανέφερε στην παπαδιά αυτό που είδε. Υπακούοντας δεν  ξανάνοιξε το καπάκι να δη αν έχη λάδι. Για πολλά χρόνια δεν τελείωνε το λάδι από το δοχείο, και πλέον απ’ αυτό το λάδι δεν ξανάβαλε στο φαγητό.
Στους σεισμούς του 1978 έπαθε μεγάλη ζημιά ο ναός της ενορίας του και απεφάσισε να κτίση καινούρια Εκκλησία, αλλά στο μέσον του χωριού, διότι το χωριό είχε επεκταθή και μερικοί απομακρυσμένοι εδυσκολεύοντο να πηγαίνουν στην Εκκλησία. τον παλαιό ναό, που ήταν κοιμητηριακός ναός, θα τον ανακαίνιζε. Συνάντησε πολλά εμπόδια. Μερικοί δεν ήθελαν να κτισθή η Εκκλησία. Ενώ ο παπα-Ευάγγελος γύριζε στα χωριά και μάζευε σιτάρι και καλαμπόκι, τα πουλούσε και με τα χρήματα αυτά πλήρωνε το συνεργείο για να ανοίξη τα θεμέλια. Τη νύχτα κάποιοι που αντιδρούσαν πήγαιναν και τα σκέπαζαν με χώμα. Εξωδεύοντο άσκοπα τα χρήματα που με τόσο κόπο συγκεντρώνοντο, αλλά βοήθησε ο Θεός και η Εκκλησία τελείωσε.
Κάποιος όμως δεν ησύχασε και συκοφάντησε τον καλό και άμεμπτο π. Ευάγγελο για ηθική πτώση και μάλιστα διέδιδε ότι ο ίδιος ήταν αυτόπτης μάρτυς. Το θέμα έφθασε στην Αστυνομία, στον Δεσπότη και έγινε δικαστήριο. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο π. Ευάγγελος ήταν στενοχωρημένος και πικραμένος. Προσευχόταν πολύ και απέφευγε να κυκλοφορή στο χωριό. «Μέχρι να γίνη το δικαστήριο είχα μεγάλη αγωνία. Δεν ήξερα τι να κάνω. Και αθώος ήμουν και είχα γίνη ρεζίλι», έλεγε.
Στο δικαστήριο ο κατήγορος αισθάνθηκε την ενοχή του, ωμολόγησε ότι συκοφάντησε τον παπα-Βαγγέλη και ενώπιον όλων του ζήτησε συγχώρηση. Μόλις είπε αυτά ο κατήγορος στράβωσε η σιαγόνα του προς τα δεξιά, η γλώσσα έμεινε έξω κρεμασμένη σαν προβοσκίδα και δεν μπορούσε πλέον να μιλήση.
Ρώτησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον π. Ευάγγελο τι ήθελε να κάνουν τον κατήγορο και απάντησε: «Να τον αθωώσετε, δεν θέλω τίποτε άλλο». Πράγματι αθώωσαν τον κατήγορό του και ο ίδιος δεν ζήτησε κάποιο χαρτί που να πιστοποιή την αθωότητά του.
Τριάντα ένα ολόκληρα χρόνια ο αείμνηστος πατήρ Ευάγγελος υπηρέτησε την ενορία του με φόβο Θεού. Πολεμήθηκε σκληρά από πολλούς πειρασμούς, ιδίως την περίοδο που έχτιζε το νέο ναό. Όσο όμως τον πίκραιναν και τον συκοφαντούσαν, τόσο ο Θεός τον βοηθούσε και τον χαρίτωνε. Πέρασε τόσο μεγάλες στενοχώριες, που πάντοτε έλεγε: «Τα γένια μου  άσπρισαν μέσα σ’ ένα βράδυ. Κοιμήθηκα με μαύρα γένια και ξύπνησα με άσπρα».
Πολλά θαύματα συνέβησαν κατά την ανέγερση του ναού. Ο Θεός ποτέ δεν τον άφησε. Η βοήθειά Του ήταν εμφανέστατη, διότι του έστελνε απρόσμενα οικονομική ενίσχυση.
Δίπλα από το ναό περνούσε η εθνική οδός Θεσσαλονίκης-Καβάλας. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που βλέποντας την ανέγερση του ναού, σταματούσαν κάποιοι διερχόμενοι και του έδιναν φακέλλους με χρήματα για να συνεχίση το έργο. Έπρεπε κάθε Σάββατο να πληρώνη τους μαστόρους, αλλά κάποιο Σάββατο δεν είχε χρήματα. Έλεγε στον αρχιμάστορα: «Το Σάββατο, παιδί μου, θα σε πληρώσω». Έκανε προσευχή και πίστευε ότι ο Θεός δεν θα τον αφήση χρεωμένο και εκτεθειμένο. Είχε φτάσει το απόγευμα του Σαββάτου και του π. Ευαγγέλου «εξέλιπον οι οφθαλμοί του από του ελπίζειν αυτόν επί τον Θεόν του». Καθόταν συγκινημένος και προσευχόμενος. Αλλά η ελπίδα «των πενήτων ουκ απωλείται εις τέλος». Ξαφνικά σταμάτησε ένα αυτοκίνητο και ένα νέο ζευγάρι αναζήτησε τον π. Ευάγγελο. Του είπαν: «Πάτερ, εμείς είμαστε από Αλεξανδρούπολη. Αυτόν τον δρόμο τον κάνουμε συχνά και τώρα που παντρευτήκαμε, είπαμε να κάνουμε μία δωρεά για το ναό που κτίζετε. Περνούμε από δω πολλές φορές και το είχαμε τάμα». Και έδωσαν 50.000 δρχ. Πλήρωσε 40.000 τους μαστόρους και του έμειναν και 10.000 δρχ. Εδόξασε τον Θεό, ευχαρίστησε τους ανθρώπους και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη του στην θεία Πρόνοια.
Οι επίτροποι έλεγαν στον παπα-Βαγγέλη να μην δηλώνουν όλα τα χρήματα στην Μητρόπολη για να τελειώση η Εκκλησία. Ο παπα-Βαγγέλης δεν συμφωνούσε και τους έλεγε: «Όχι, βρε παιδιά, πρέπει να είμαστε καθαροί και τίμιοι». Και ενώ ήταν τόσο προσεκτικός, κάποιοι δυστυχώς τον κατηγόρησαν ότι καταχράστηκε χρήματα!
Ο ίδιος αρκείτο στον μισθό του, που ένα μέρος του το διέθετε για τους απόρους ενορίτες του. Όταν μάθαινε πως μία οικογένεια είχε ανάγκη, έδινε χρήματα σε δικά του πρόσωπα, τα έστελνε ν’ αγοράσουν τρόφιμα ή φάρμακα και να τα πάνε στην οικογένεια που είχε ανάγκη, βέβαια χωρίς να γνωρίζη κανένας άλλος, παρά μόνο ο Θεός. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που μέχρι και τα εισιτήρια του λεωφορείου έδινε σ’ αυτούς που τον επισκέπτοντο, για να λειτουργηθούν ή  να εξομολογηθούν. Επίσης από τον μισθό του πάντα ένα μέρος το έδινε για την ανέγερση του ναού. Όταν δε, τότε που έχτιζε το σπίτι του, με επιμονή της πρεσβυτέρας του σταμάτησε να δίνη από τον μισθό του, γιατί οι ανάγκες τους ήταν μεγάλες, ο ευλογημένος λευΐτης δεν ησύχασε. Η προσευχή του δεν πήγαινε καλά. Δεν ένιωθε αναπαυμένος. Έτσι είπε μία μέρα στην πρεσβυτέρα: «Βρε παπαδιά, δεν μπορώ έτσι. Νιώθω τις πόρτες του ουρανού κλειστές» και συνέχισε να δίνη. Άλλοτε με τα χρήματα που πήρε από τον μισθό του ως δώρο του Πάσχα, πήγε και αγόρασε ένα προσκυνητάρι για το ναό. Μέχρι σήμερα το προσκυνητάρι αυτό είναι γνωστό ως «το προσκυνητάρι του παπα-Βαγγέλη».
Έψαχνε να βρη εργασία στον γυιό του και σκέφθηκε τα διυλιστήρια Έσσο Πάπας. Όμως δεν ήξερε κανέναν και εδυσκολεύετο να πάη να ρωτήση. Κάποια μέρα εσκέπτετο το Τίμιο Ξύλο και τα λείψανα των Αγίων που είχε μέσα στον Σταυρό που φορούσε και του ήρθε μία εσωτερική ώθηση να πάη στον διευθυντή των διυλιστηρίων να τον παρακαλέση για τον γυιό του. Σκέφτηκε: «Άνθρωπος είναι κι αυτός σαν και μένα. Γιατί να διστάσω; Θα το πω και έχει ο Θεός». Πράγματι πήγε και οι φύλακες τον χαιρέτησαν, του άνοιξαν τις πόρτες και του έκαναν υπόκλιση. Τον ωδήγησαν στον διευθυντή και εκείνος τον άκουσε δέχτηκε το αίτημά του και προσέλαβε στην εργασία αμέσως τον γυιό του.
Κάποια ηλικιωμένη 85 ετών ταλαιπωρείτο χρόνια με τους γιατρούς. Τα πόδια της είχαν πληγές με πύον, πονούσε και δεν μπορούσε να περπατήση. Με έναν γνωστό της παρεκάλεσε τον παπα-Βαγγέλη να της διαβάση ευχή. Εκείνος πρόθυμος πήρε το Λείψανο του αγίου Παντελεήμονος, την σταύρωσε και της διάβασε ευχή. Φεύγοντας της λέει: «Αν έχης πίστη θα γίνεις καλά». Απάντησε: «Έχω πίστη στον Άγιο που έφερες μαζί σου». Τα πόδια της κυρίας Αρτέμιδος άρχισαν να καλυτερεύουν μέχρι που έγιναν τελείως καλά.
Αρρώστησε η πρεσβυτέρα του με καρκίνο στον μαστό που έκανε μεταστάσεις σε όλο το σώμα της. Οι γιατροί είπαν ότι δεν υπάρχει ελπίδα, σε λίγο καιρό θα πεθάνει. Ο παπα-Βαγγέλης πήρε το Λείψανο του αγίου Παντελεήμονος και πήγε στο Νοσοκομείο να την διαβάση. Τον είδε ένας γιατρός, θύμωσε και του μίλησε περιφρονητικά: «Παπά μου, με τα κόκκαλα αυτά πας να κάνης την ασθενή καλά; Είσαι στα καλά σου;». Ο παπα-Βαγγέλης, χωρίς να απαντήση, ήρεμα έκανε την δική του θεραπεία στην άρρωστη παπαδιά, με αποτέλεσμα αν γίνη καλά και να ζη μέχρι σήμερα. Τη νύχτα παρουσιάστηκε στον γιατρό ο άγιος Παντελεήμων και αυτός άρχισε να τρέμη. Ο Άγιος του είπε: «Εσύ με έδιωξες, αλλά αν δεν μετανοιώσης, θα πάθεις χειρότερα». Αμέσως ξύπνησε και δεν μπορούσε να ησυχάση. Έψαξε, βρήκε τον π. Ευάγγελο αργά το βράδυ, ζήτησε συγχώρηση, προσκύνησε το Λείψανο του αγίου Παντελεήμονος και σταμάτησε η τρεμούλα του, που «πριν έτρεμε σαν κομπρεσέρ», όπως είπε ο π. Ευάγγελος. Από τότε κάθε χρόνο ο γιατρός στην μνήμη του αγίου Παντελεήμονος πήγαινε να προσκυνήση το Λείψανό του και να τον ευχαριστήση γιατί τον έφερε κοντά στον Χριστό και έγινε πιστός, από άπιστος που ήταν.
Κάποια φορά επισκέφτηκε τον π. Ευάγγελο στο σπίτι του μία κυρία για να εξομολογηθή μαζί με τον γυιό της που ήταν πολύ καλό παιδί και εξωμολογείτο στον παπα-Βαγγέλη. Η μάννα πρώτη φορά πήγαινε από περιέργεια. Όταν μπήκε και την είδε ο π. Ευάγγελος, τα έχασε. Τα καθαρά και πνευματικά του μάτια έβλεπαν τα αθέατα στους πολλούς. Είδε να κουβαλά στην πλάτη της τον διάβολο, που είχε τρίχες στο πρόσωπο, μάτια άγρια, και δόντια σαν άγριος χιμπατζής. Εξαγριώθηκε ο π. Ευάγγελος και την έδιωχνε. Μάλωνε όχι αυτήν αλλά το δαιμόνιο, που δεν έφευγε από πάνω της. Αυτή είχε ασχοληθή με μάγια και ήρθε με πονηριά στον παπα-Βαγγέλη για να αποκόψη το παιδί της από την επικοινωνία του με τον πνευματικό του.
Επίτροπος που συνεργάστηκε μαζί του για πολλά χρόνια διηγήθηκε το εξής: «Κάποιο απόγευμα είδα να μπαίνη στο ναό ένα παλληκάρι που το βαστούσαν. Μόλις πατούσε στα πόδια του. Είχαν έρθει από τα χωριά του Λαγκαδά. Ο παπα-Βαγγέλης τον διάβασε και έφυγαν. Μεσοβδόμαδα τον έφεραν πάλι. Τώρα πατούσε καλύτερα. Άλλη μία φορά τον έφεραν και ύστερα έγινε τελείως καλά, αφού τον διάβασε πάλι ο παπάς. Ερχόταν έπειτα κάθε Κυριακή μόνος του και εκκλησιαζόταν εδώ. Μου έκανε εντύπωση ότι, όταν περνούσα με τον δίσκο, έβαζε το χέρι του στην τσέπη του και όσα χρήματα έπιανε, τα έδινε. Του έλεγα "βρε παιδί μου, πολλά είναι", αλλ’ αυτός συνέχιζε, γιατί εσκέπτετο ότι, αν ήταν παράλυτος, τι θα έκανε; Ενώ τώρα έγινε καλά και μπορούσε να εργάζεται και να προσφέρη με ευγνωμοσύνη στην Εκκλησία».
Δεν χάρηκε την σύνταξή του. Έμελλε ο Θεός να τον δοκιμάση σκληρά. Αρρώστησε από την βαριά ασθένεια του καρκίνου και νοσηλεύθηκε σε Νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης. Μόλις συνήλθε λίγο, ταξίδεψε για το αγαπημένο του Άγιον Όρος. Ήταν η τελευταία επίσκεψη. Ήθελε να μιλήση με την Παναγία από κοντά. Να πάρη την ευχή Της. Φεύγοντας από το Άγιον Όρος κοίταξε πάνω από το καράβι για τελευταία φορά τα Μοναστήρια κι έμεινε σιωπηλός, βυθισμένος σε σκέψεις. Ήξερε πως στο εξής θα έβλεπε το Περιβόλι της Παναγίας από ψηλά.
Σε λίγο καιρό έπεσε στο κρεββάτι. Υπέφερε πολύ. Η κατάσταση συνεχώς χειροτέρευε. Από τις κατακλίσεις είχε ανοίξει η πλάτη του. Μέχρι που την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 1987 παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Τον έντυσαν με ολόκληρη την ιερατική στολή, όπως είχε ζητήσει. Στο δεξί χέρι κρατούσε το κομποσχοίνι, δείγμα της συνεχούς και αδιαλείπτου προσευχής του. Την άλλη μέρα της εξοδίου ακολουθίας, στην οποία προεξήρχε ο Μητροπολίτης Λαγκαδά κ.κ. Σπυρίδων, τελέσθηκε συλλείτουργο.
Μετά την ακολουθία και παρά την καταρρακτώδη βροχή, λιτανεύθηκε το σκήνωμα μέχρι τον παλαιό ναό του Αγίου Γεωργίου, που προέβαλλε τραυματισμένος από τους σεισμούς του 1978. Κατ’ απαίτηση των κατοίκων και με την σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτου ετάφη πίσω από το Ιερό του νέου ναού, όπου, παραδόξως, κατά την ώρα της ταφής η βροχή σταμάτησε.
Δέκα χρόνια ύστερα, και με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου, έγινε ανακομιδή του πατρός Ευαγγέλου. Τα οστά του ήταν σαν κεχριμπάρι και μία ευωδία πλημμύρισε τον τόπο. Ο άνθρωπος που έσκαβε ενώ δεν ήταν πολύ της Εκκλησίας, αμέσως συγκλονίστηκε και φώναξε: «Άγιος. Αυτός είναι άγιος».
Οι ενορίτες του σήμερα τον θυμούνται με συγκίνηση. Ομολογούν ότι ήταν ενάρετος και καλός παπάς. Διηγούνται πολλά για την αρετή του.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.


*[Για τον π. Ευάγγελο Χαλκίδη εκδόθηκε ένα Τεύχος από τις εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» με πολύ ωραία περιστατικά από την ζωή του. Τα γραφόμενα εδώ είναι αδημοσίευτα και είναι μαρτυρίες του Πρωτοπρεσβυτέρου Αναστασίου Παρούτογλου (Γεν. Αρχιερ. Επιτρόπου της Ι. Μητροπόλεως Λαγκαδά, Εφημερίου Ι. Μητροπ. Ναού Αγίας Παρασκευής Λαγκαδά και πνευματικού τέκνου του π. Ευαγγέλου), καθώς και άλλων πνευματικών του τέκνων. Τους ευχαριστούμε.]


Εκ του βιβλίου
ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΜΟΣ Β'



www.alopsis.gr

Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Πως να ζουμε πνευματικα στις γιορτές!

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΐΣΙΟΣ

1- Γέροντα, πώς μπορεί να ζήση κανείς πνευματικά τις γιορτές;
- Τις γιορτές για να τις ζήσουμε, πρέπει να έχουμε τον νου μας στις άγιες ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε για τις άγιες ημέρες.
Να σκεφτώμαστε τα γεγονότα της κάθε άγιας ημέρας (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πάσχα κ.λπ.) και να λέμε την ευχή δοξολογώντας τον Θεό. Έτσι θα γιορτάζουμε με πολλή ευλάβεια κάθε γιορτή.

Οι κοσμικοί ζητούν να καταλάβουν τα Χριστούγεννα με το χοιρινό, το Πάσχα με το αρνί, τις Αποκριές με το κομφετί.  Οι αληθινοί μοναχοί όμως κάθε μέρα ζουν τα θεία γεγονότα και αγάλλονται συνέχεια. Κάθε εβδομάδα ζουν την Μεγάλη Εβδομάδα. Κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή ζουν την Μεγάλη Τετάρτη, την Μεγάλη Πέμπτη, την Μεγάλη Παρασκευή, δηλαδή τα Πάθη του Χριστού, και κάθε Κυριακή το Πάσχα, την Ανάσταση. Τι, θα πρέπη να έρθη η Μεγάλη Εβδομάδα, για να θυμηθή κανείς τα Πάθη του Χριστού;
Πρέπει να έρθη το Πάσχα με το αρνί, για να καταλάβω το «Χριστός ανέστη» σαν τους κοσμικούς; Ο Χριστός τι είπε; «Έτοιμοι γίνεσθε» είπε. Δεν είπε, «ετοιμασθήτε τώρα!» Από την στιγμή που λέει ο Χριστός, «έτοιμοι γίνεσθε», πρέπει ο άνθρωπος, και ιδίως ο μοναχός, να είναι έτοιμος συνέχεια. Να μελετάη και να ζη τα θεία γεγονότα συνέχεια. Όταν κανείς μελετάη τα γεγονότα της κάθε γιορτής, φυσιολογικά θα συγκινηθή και με ιδιαίτερη ευλάβεια θα προσευχηθή. Έπειτα στις Ακολουθίες ο νους να είναι στα γεγονότα που γιορτάζουμε και με ευλάβεια να παρακολουθούμε τα τροπάρια που ψάλλονται. Όταν ο νους είναι στα θεία νοήματα, ζη τα γεγονότα ο άνθρωπος, και έτσι αλλοιώνεται.

Στην γιορτή, για να νιώση κανείς το γεγονός, δεν πρέπει να δουλεύη. Την Μεγάλη Παρασκευή λ.χ., εάν θέλη να νιώση κάτι, δεν πρέπει να κάνη τίποτε άλλο εκτός από προσευχή. Στον κόσμο οι καημένοι οι κοσμικοί την Μεγάλη Εβδοβάδα έχουν δουλειές. Μεγάλη Παρασκευή να δίνουν ευχές. «Χρόνια πολλά! Να ζήσετε! Με μια νύφη!»… Δεν κάνει! Εγώ την Μεγάλη Παρασκευή κλείνομαι στο Καλύβι. Όπως και μετά το Αγγελικό Σχήμα η εβδομάδα της ησυχίας που ακολουθεί, βοηθάει, γιατί ποτίζει η θεία Χάρις την ψυχή και καταλαβαίνει ο μεγαλόσχημος τι έγινε, έτσι και στις γιορτές η ησυχία πολύ βοηθάει. Μας δίνεται περισσότερη ευκαιρία να ξεκουρασθούμε λίγο, να μελετήσουμε και να προσευχηθούμε. Θα έρθη ένας καλός λογισμός, θα εξετάσουμε τον εαυτό μας, θα πούμε λίγο την ευχή και θα νιώσουμε έτσι κάτι από το θείο γεγονός της ημέρας.



www.agioritikovima.gr

Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ: Ο θάνατος



(Αγ. Τύχων, αρχιεπ. Βορονέζ και Ζαντόνσκ) 
 
“Η σκέψη του θανάτου είναι ικανή να παρακινήσει τον αμαρτωλό σε μετάνοια. Μας είναι και γνωστός και άγνωστος ο θάνατος. Γνωστός, γιατί ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε. Άγνωστος, γιατί δεν ξέρουμε πότε, πού και πώς θα πεθάνουμε. Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο περισσότερο μικραίνει η ζωή μας, τόσο λιγοστεύουν οι μέρες μας και πλησιάζουμε στο θάνατο. Είμαστε πιο κοντά του σήμερα απ΄ό,τι χθές, αυτή την ώρα απ΄ό,τι την προηγούμενη. Ο θάνατος βαδίζει αόρατος πίσω απ΄τον καθένα και τον αρπάζει τότε που δεν το υποπτεύεται. Εντούτοις, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι - και μάλιστα οι υγιείς και οι δυνατοί - κάνουν τις ακόλουθες σκέψεις για τον ευατό τους:

- Εγώ θα ζήσω ακόμη αρκετά. Είναι πολύ μακριά το τέλος μου. Θα μαζέψω πλούτη και θα ευφραίνομαι. Μα ορμάει ξαφνικά εναντίον τους ο θάνατος και σβήνουν τα όνειρα και οι επιθυμίες. Και πεθαίνει γρήγορα εκείνος που έταξε στον εαυτό του μακροζωία. Και αφήνει τ΄αγαθά του και το σώμα του στον κόσμο εκείνος που ήθελε να συγκεντρώνει πλούτη. Άγνωστο λοιπόν μας είναι το τέλος, χριστιανοί.

Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για το καλό μας, τα καθόρισε έτσι, ώστε να είμαστε πάντα έτοιμοι και να καταφεύγουμε στην ειλικρινή μετάνοια. Με ό,τι θα φύγει ο άνθρωπος από δω, μ΄αυτό και θα παρουσιαστεί μπροστά στο κριτήριο του Χριστού.

Αδελφοί, ας συλλογιστούμε προσεκτικά αυτά τα λόγια κι ας μετανοήσουμε, για να μην ταξιδέψουμε προς την αιωνιότητα με τις αμαρτίες μας και εμφανιστούμε μ΄αυτές σ΄εκείνο το δικαστήριο. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός μας υποσχέθηκε το έλεός Του, δεν μας υποσχέθηκε όμως ότι θα ζούμε το επόμενο πρωί. Και τούτο, για να είμαστε προσεκτικοί, και όταν ξυπνάμε, να θυμόμαστε το θάνατό μας, να διορθώνουμε τον εαυτό μας, να ετοιμαζόμαστε για την έξοδό μας, ώστε να έχουμε μακάριο τέλος. Είναι φοβερή η ώρα του θανάτου.

Όλοι οι άγιοι τη σκέφτονταν κι έκλαιγαν, ικετεύοντας τον φιλάνθρωπο Θεό να τους ελεήσει εκείνη την ώρα. Εκπληκτικό! Να κλαίνε οι άγιοι στη σκέψη του θανάτου, και οι αμαρτωλοί ωστόσο να μη συγκινούνται, αν και καθημερινά κάποιον βλέπουν να πεθαίνει. Φτωχοί αμαρτωλοί! Γιατί κοιμόμαστε, ενώ ο διάβολος σαν κλέφτης αρπάζει τη σωτηρία μας; Ας γράψουμε στη μνήμη μας την ώρα του θανάτου και ας είμαστε έτοιμοι. Απ΄αυτήν θα εξαρτηθεί, αν ο άνθρωπος θα είναι αιώνια ευτυχισμένος ή αιώνια δυστυχισμένος.

Από το θάνατο ανοίγουν για τον καθένα οι πύλες της αιωνιότητας, ο δρόμος για την αιώνια μακαριότητα ή την αιώνια δυστυχία. Απ΄αυτόν τον σταθμό αρχίζει ο άνθρωπος να ζει ή να πεθαίνει αιώνια. Πού βρίσκονται τώρα όσοι έζησαν πρίν από μας και πέρασαν τη ζωή τους αμετανόητα, με κραιπάλες και ηδονές; Έφυγαν απ΄αυτόν τον κόσμο, αφήνοντας εδώ όλες τους τις χαρές. Οδηγήθηκαν καθένας στον τόπο του, περιμένοντας την τελευταία Κρίση, οπότε θα λάβουν την αμοιβή των έργων τους.

Γι΄αυτό εφόσον δεν ήρθε ακόμα για μας εκείνη η ώρα, ας στραφούμε ολόψυχα προς το Θεό μας με την πίστη και τη μετάνοια, ώστε να κερδίσουμε την αιωνιότητα. Αγαπητέ χριστιανέ! Ο θάνατος μας ακολουθεί βήμα προς βήμα χωρίς να τον βλέπουμε, και το τέλος φτάνει τότε που δεν το περιμένουμε. Γι΄αυτό να βρίσκεσαι συνέχεια σε κατάσταση μετάνοιας, έτοιμος παντού και πάντοτε για την αναχώρησή σου. Ο συνετός δούλος είναι πάντα άγρυπνος και περιμένει πότε θα τον καλέσει ο Κύριός του.

Αγρύπνα κι εσύ και περίμενε πότε θα σε καλέσει ο Κύριός σου, ο Χριστός. Να ζεις όπως θα ήθελες να σε βρει ο θάνατος. Να ζεις με ευσέβεια και να εργάζεσαι με φόβο και τρόμο για τη σωτηρία σου. Έτσι δεν θα στερηθείς την αιώνια σωτηρία, που μας δώρισε ο Κύριός μας με το αίμα Του και το θάνατό Του. Έτσι θα τελειώσεις τη ζωή σου χριστιανικά. Και είναι πραγματικά μακάριοι οι νεκροί εκείνοι πού πεθαίνουν πιστοί στον Κύριο και ενωμένοι μαζί Του".

(Από το βιβλίο “ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ”, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ)
























(Πηγή ηλ. κειμένου: imaik.gr)
www.alopsis.gr

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Μένει μόνο ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη


Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος)



(Περὶ τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου)



Ὅταν κάποιος ἐπισκεφθῆ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ δῆ τοὺς ταπεινοὺς καλογήρους, μπορεῖ νὰ συλλογισθῆ καὶ νὰ σκεφθῆ ὅτι αὐτοὶ ζοῦν τεμπέλικη ζωὴ καὶ χωρὶς σκοπό. Αὐτὸ φαίνεται ἔτσι, ὅταν κάποιος βλέπει τὰ πράγματα ἐξωτερικά. Γιατί λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ καταλάβουν τὸ φοβερὸ καὶ χωρὶς διακοπὴ πόλεμο ποὺ γίνεται μέσα στὶς ψυχὲς τῶν μοναχῶν.

Αὐτὸς ὁ πόλεμος εἶναι σχεδὸν ὑπερφυσικός, ἀόρατος καὶ (διεξάγεται) ὄχι μόνο ἐναντίον τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀρχάριους καὶ ἐναντίον τῆς σαρκός, δηλαδὴ κατὰ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας καὶ τῶν παθῶν.

Στὰ γραπτά του ὁ πατὴρ Σιλουανὸς περιγράφει πῶς αὐτὸς ὁ πόλεμος τὸν ἔφερε στὴν ἀπόγνωση καὶ σχεδὸν μέχρι τὴν αὐτοκτονία. Ἡ Παναγία Θεοτόκος φανερώθηκε σ’ αὐτὸν ὅταν περνοῦσε τὸ δυσκολότερο πόλεμο κατὰ τῶν παθῶν καὶ τὸν ἀπεκάθηρε ἀπὸ τὶς ἀκαθαρσίες, τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ τοὺς λογισμούς. Ὁ Χριστὸς φανερώθηκε σ’ αὐτὸν καὶ τὸν ἐνδυνάμωσε, ὥστε νὰ νικήση καὶ νὰ βασιλεύση ἐπάνω στοὺς γήινους λογισμοὺς καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Καὶ ἔτσι ἀφοῦ πέρασε ἕνα τέταρτο αἰῶνος μὲ δυνατὸ καὶ κοπιαστικὸ πόλεμο, ἔφθασε στὴ νίκη. Ἐνῶ μέχρι τότε ἀναζητοῦσε τὸν Θεό, ἔφθασε στὴν θεογνωσία, καὶ ἀπὸ μαθητής, ἔγινε δάσκαλος.

Ὁ Γέροντας Σιλουανὸς ἦταν καὶ δικός μου δάσκαλος. Μιὰ φορὰ τὸν ρώτησα: «Πάτερ Σιλουανέ, μήπως αὐτὸς ὁ πολὺς κόσμος φέρνει ταραχὴ στὸν νοῦ σας καὶ στὴν προσευχή σας; Δὲν θὰ ἦταν καλύτερα γιὰ σᾶς νὰ πάτε σ’ ἕνα ἀσκητήριο στὰ Καρούλια καὶ ἐκεῖ νὰ ζῆτε μέσα στὴν εἰρήνη, ὅπως ὁ π. Ἀρτέμιος, ὁ π. Δωρόθεος καὶ ὁ π. Καλλίνικος; Εἴτε νὰ ζῆτε σ’ ἕνα ἀπομονωμένο σπήλαιο, ὅπως ὁ π. Γοργόνιος;». «Ἐγὼ ζῶ στὸ σπήλαιο», μοῦ ἀπάντησε ὁ π. Σιλουανός. «Τὸ σῶμα μου εἶναι τὸ σπήλαιο τῆς ψυχῆς μου. Καὶ ἡ ψυχή μου εἶναι σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἐγὼ ἀγαπῶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν διακονῶ, χωρὶς νὰ βγαίνω ἀπὸ τὸ σπήλαιό μου».

Παρὰ τὴ προθυμία του νὰ διακονῆ τὸν κάθε ἕνα καὶ τὴν θαυμαστὴ μετριοφροσύνη καὶ τὴν πρόθυμη φιλοστοργία του, μιλοῦσε γιὰ τὸν Θεὸ μὲ ἐξαίρετο ἐνθουσιασμὸ καὶ μὲ τὴν παρρησία ποὺ θὰ μιλοῦσε κάποιος γιὰ ἕνα φίλο του: «Ἐγὼ γνωρίζω τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι φιλόστοργος, ἀγαθός, ταχὺς εἰς βοήθειαν». Ὅταν τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Γέροντας, κάποιος μοναχός, ὁ π. Θεοφάνης, τὰ ἄκουγε μὲ φόβο καὶ σκεπτόταν ὅτι ὁ Σιλουανὸς εἶχε χάσει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα ὅμως, ὅταν διάβασε τὰ συγγράμματα τοῦ π. Σιλουανοῦ, ὁ π. Θεοφάνης ἄλλαξε γνώμη καὶ εἶπε: «Ὁ π. Σιλουανὸς προχώρησε καὶ ἔφθασε στὰ μέτρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας».

Ἐγὼ νομίζω ὅτι τὰ κείμενα τοῦ πατρὸς Σιλουανοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ πάρουν θέση ἀνάμεσα στὰ βιβλία τῆς ψυχολογίας. Ἂν καὶ γιὰ κανένα ἄλλο λόγο, τουλάχιστον γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅτι (ὁ συγγραφέας τους) ἦταν ἕνας πνευματικὸς πολεμιστὴς τοῦ 20ου αἰῶνος καὶ γιὰ νὰ ἐπικυρώσουν ὅσα ἐδίδαξαν καὶ ἔγραψαν δοξασμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ὑπάρχει καὶ κάτι καινούριο ἀνάμεσα στὶς διδαχὲς τοῦ πατρὸς Σιλουανοῦ: «Κράτα τὸν νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι». Ἐκφράζει (μὲ τὸ λόγο αὐτὸ) μία παρότρυνση καὶ ὑπόμνηση κατὰ τῆς μελαγχολίας καὶ τῆς ἀκηδίας. Ἐγὼ προσωπικὰ ποτὲ δὲν ἄκουσα τέτοια λόγια.

Σπουδαία εἶναι καὶ ἡ ἄλλη ἔκφρασις: «Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση (γνωσιολογία)». Αὐτὴ εἶναι ἡ καθημερινὴ καὶ θεμελιώδης διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ.

Μὲ τὴν ἀγάπη του, ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ τὴν μετὰ δακρύων προσευχή του, συγχωροῦσε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἁμαρτωλῶν, στήριζε τοὺς ἀδυνάτους, διόρθωνε αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν πονηρὰ ἔργα, θεράπευε τοὺς ἀρρώστους, εἰρήνευε τοὺς ἀνέμους. Στὸ μοναστήρι ἔκανε κοπιαστικὴ ἐργασία. Εἶχε τὴν ἀποθήκη μὲ τὰ βαριὰ ἀντικείμενα.

Κάποτε τοῦ εἶπα ὅτι οἱ Ρῶσοι μοναχοὶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ταραχή, λόγω τῆς τυραννίας τῶν μπολσεβίκων στὴν ρωσικὴ ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Τότε αὐτὸς ἀπήντησε: «Καὶ ἐγὼ στὴν ἀρχὴ εἶχα ταραχὴ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Μετὰ ὅμως ἀπὸ πολλὴ προσευχή μου ἦρθαν οἱ ἑξῆς λογισμοί: " Ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ἀνέκφραστα ὅλους". Ἐκεῖνος γνωρίζει τὰ σχέδια ὅλων καὶ τὸν καιρὸ τοῦ καθενός. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε τὸν διωγμὸ στὸ Ρωσικὸ λαὸ γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλό. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τὸ καταλάβω οὔτε νὰ τὸ σταματήσω. Αὐτὰ λέω στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἔχουν ταραχή: " Ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ βοηθήσετε τὴν Ρωσία μόνο μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη. Μοῦ μένει μόνο ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη. Ὁ θυμὸς καὶ οἱ κραυγὲς ἐναντίον τῶν ἄθεων δὲν διορθώνουν τὰ πράγματα"».







www.agiazoni.gr